Βλάχοι

ΒΛΑΧΟΙ = ΕΚΛΑΤΙΝΙΣΜΕΝΟΙ - ΛΑΤΙΝΟΦΩΝΟΙ

Το όνομα «Βλάχοι», κατά την επικρατέστερη άποψη (Τίτος Λίβιος, Στράβων, Κων/νος Κούμας, Δημήτριος Γεωργακάς, 1946, Εγκ. Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάνικα, κ.ά), προέρχεται από τον όρο «Ουάλκαι ή Volcae» των αρχαίων Γερμανών και αποδίδεται στους Κέλτες που κατοικούσαν στην Γαλατία και μιλούσαν την λατινική. Οι μεσημβρινοί Γερμανοί ονόμασαν τους «εκλατινισμένους» (λατινόφωνους) Κέλτες, που κατοικούσαν στη Γαλατία (μεταξύ των Πυρηναίων και του Ρήνου) «Βάλλους», απ’ όπου προήλθε ο όρος «Βάλχ» (Valh) ή «Βαλάχ» (Valah) κατά την προφορά των Γερμανών. Από τους Γερμανούς τον όρο τον πήραν οι Σλάβοι και τον έκαναν «Βλάχ» (Vlah) και από τους Σλάβους οι Βυζαντινοί Έλληνες και τον έκαναν «Βλάχος». Οι Γερμανοί, που απλώνονταν από τα Βρετανικά νησιά έως τον Δούναβη, αποκαλούσαν τους Κέλτες υπηκόους του Ρωμαϊκού κράτους «Βάλχ» και «Βαλάχ», λόγω της «λατινοφωνίας» τους και η λέξη διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη. Στη Βρετανία εξελίσσεται σε «Ουαλός - Ουαλία», στο Βέλγιο «Βαλώνος - Βαλωνία», στη Γαλλία «Γκωλουά - Γκώλ» και στην Ελβετία «Βαλαισία». Στους Σλάβους (Δούναβη και χερσόνησο του Αίνου) καταλήγει σε «Βλάχ» και στην «Βυζαντινή Ελλάδα» σε «Βλάχος». Όπως είναι γνωστό οι περιοχές που κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους εποικίστηκαν συστηματικά με λεγεωνάριους και εκλατινίστηκαν. Ήδη από την εποχή του Πλουτάρχου, οι Ρωμαίοι άρχισαν να συγκροτούν επί τόπου στις Ελληνικές περιοχές τις τρομερές λεγεώνες, στρατεύοντας δια βίου τους επιχώριους ορεσίβιους Έλληνες. Οι κάτοικοι των περιοχών της Κεντρικής Ελλάδος, της Ηπείρου και της Μακεδονίας, λόγω της μεγάλης φτώχειας τους, κατατάσσονταν στις Ρωμαϊκές λεγεώνες για 20 έως 30 χρόνια, όπου κατ’ ανάγκη μάθαιναν την λατινική γλώσσα ή τουλάχιστον μερικές λατινικές λέξεις. Όταν έληγε η θητεία τους στις λεγεώνες, επέστρεφαν στους τόπους καταγωγής τους και μετέδιδαν τις λατινικές λέξεις που είχαν μάθει στις οικογένειές τους και έτσι δημιουργήθηκε η «Κουτσοβλάχικη» διάλεκτος (Μικτή γλώσσα, Ελληνο-λατινικά), η οποία διατηρείται μέχρι σήμερα στις περιοχές αυτές. Όσοι απολύονταν από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες ονόμαζαν τους εαυτούς τους τιμητικά «ΑRMANUS - ΑΡΩΜΑΝΟΥΣ», από τις λατινικές λέξεις: ARMA + ROMANUS = ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΣ ΡΩΜΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ, επειδή είχαν υπηρετήσει στις Ρωμαϊκές λεγεώνες (5η, 6η, 7η, κ.α) και είχαν πάρει τον τίτλο του Ρωμαίου πολίτη. 

Ο Ρωμαίος ιστορικός Δίων Κάσσιος (163-235 μ.Χ), στα "Ρωμαϊκά" του 4, αναφέρει ότι ο αυτοκράτωρ Αντώνιος ο Ευσεβής, που Βασίλευσε από το 138 έως το 161 μ.Χ, συγκρότησε τρεις λεγεώνες  (την , την και την ), από γηγενείς Έλληνες (Μακεδόνες, Ηπειρώτες και Αιτωλούς). Την κάθε λεγεώνα αποτελούσαν 16.000 άνδρες βαριά οπλισμένοι, που υπηρετούσαν για 25-30 συνεχή χρόνια και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις ακολουθούμενοι στο στρατόπεδο και στις εκστρατείες από τις οικογένειές τους. Επίσης, το 212 μ.Χ ο αυτοκράτωρ Καρακάλλας απένειμε σε όλους τους υπηκόους και ειδικότερα στους επίλεκτους στρατιώτες των λεγεώνων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη. Την περίοδο αυτή πάνω από 150.000 Έλληνες (λεγεωνάριοι με τις οικογένειές τους), έγιναν ισότιμοι πολίτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ονομάσθηκαν Ρωμαίοι πολίτες (ROMANUS). Οι ίδιοι επονομάσθηκαν  "Αρμάνοι"  και μάλιστα υπερηφανεύονταν γι'αυτό.    

Ο ιστορικός Πλούταρχος (45 -120 μ Χ), ο οποίος γεννήθηκε και έζησε στη Χαιρώνεια Βοιωτίας μόλις τρεις γενεές μετά την επικράτηση των Ρωμαίων στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια και πληροφορήθηκε ζωντανά την πραγματική κατάσταση εκείνης της εποχής, έγραψε στο βιβλίο του "Βίοι παράλληλοι": "...Ως δοκεί μοι περί Ρωμαίων λέγειν, ων μεν λόγω νυν ομού τι πάντες άνθρωποι χρώνται..."(Όλοι οι άνθρωποι -υπήκοοι- που συναλλάσσονταν με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία - εξουσία ήταν αναγκασμένοι, τουλάχιστον στην προφορική τους ομιλία, να μιλούν μόνο την λατινική γλώσσα).  
     
Ο ιστορικός Ιωάννης Λυδός (490 -565 μ.Χ), στο έργο του "Περί των αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας", αναφέρει: "...Νόμος αρχαίος ην πάντα μεν τα 0πωσούν πραττόμενα παρά ταις άλλαις  των αρχών, τοις Ιταλών εκφωνείσθαι ρήμασιν [...] τα περί την Ευρώπην πραττόμενα πάντα διεφύλαξεν εξ ανάγκης δια το της οικήτορας, καίπερ Έλληνας εκ τους πλείονος όντας, των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή και μάλιστα τους δημοσιεύοντας..."(Όλα όσα επράττοντο στην Ευρώπη = Βαλκανική διεφύλαξαν εξ ανάγκης τον αρχαίο νόμο να ομιλούν λατινικά οι κάτοικοί της, αν και οι περισσότεροι ήσαν Έλληνες και μάλιστα αυτοί που κατείχαν τα Δημόσια αξιώματα).         

Τέλος, ο ιστορικός και μεγάλος διδάσκαλος του Γένους Κων/νος Κούμας (1777 -1836 μ.Χ), γράφει: "…Οι Ρωμαίοι επί οκτώ περίπου εκατοενταετηρίδας, από της Αγγλίας έως του Ευφράτου και από του Άλβιος έως των ερήμων της Αφρικής, καθυποτάξαντες τα έθνη και αναμίξαντες δια των αποικιών των ταύτα, εισήγαγον κατά φυσικόν λόγον εις αυτά και την γλώσσα των […] και ούτω κατασκεύασαν ανάμικτον τι παραμόρφωμα διαλέκτου, σωζόμενον εισέτι εις πολλά μέρη της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Ελλάδος…" (Ελλάδα ονομαζόταν η κοιλάδα του Σπερχειού και ο ίδιος ο Σπερχειός ποταμός ονομαζόταν Ελλάδας)...Όλοι ούτοι οι λαοί ονομάζονται με κοινόν όνομα Βλάχοι. Εν γένει οι Βλάχοι συμπεριφέρονται αδελφικώς με τους Γραικούς ως Γραικοί και δεν δείχνουν ούτε εκείνοι ούτε ούτοι καμμίαν εθνική διαφοράν προς αλλήλους, καθώς και τω όντι είναι αμφότεροι οι λαοί μιας πατρίδας τέκνα". (Κωνσταντίνος Κούμας, "Ιστοριών των ανθρωπίνων πράξεων", τόμος 12, έτος 1832).      


Στη «Δακία» (Ρουμανία) και την «Μολδαβία», που κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους στην αρχή του 2ου μ.Χ αιώνα, ήταν τόσο μεγάλος ο «εκλατινισμός», ώστε δημιουργήθηκε ολόκληρο κράτος η «Βλαχία». Ο πληθυσμός της «Βλαχίας» δεν προερχόταν μόνο από τους εκλατινισμένους κατοίκους της «Δακίας» και της «Μολδαβίας», αλλά και από εκλατινισμένους κατοίκους όλων των Βαλκανίων και ειδικότερα από την Ελλάδα. Είχαν μετακινηθεί εκεί, αφενός λόγω της Οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια και αφετέρου για αναζήτηση κατάλληλων βοσκοτόπων για τα κοπάδια τους, για εμπόριο, για σπουδές των παιδιών τους κ.λ.π. Μάλιστα οι εκλατινισμένοι Έλληνες κάτοικοι της «Βλαχίας», είχαν δημιουργήσει ολόκληρες πόλεις και είχαν αναλάβει την ηγεμονία της «Βλαχίας» από το 1716, με πρώτο ηγεμόνα τον Νικόλαο Μαυροκορδάτο (1716 – 1719 – 1730), που από το 1711 ήταν ηγεμόνας της «Μολδαβίας». Στη συνέχεια, στον ηγεμονικό θρόνο της «Βλαχίας» ανήλθαν μέλη των Ελληνικών οικογενειών: Γκίκα, Καραντζά, Σούτσου, Μουρούζη, Υψηλάντη, Χαντζέρη, Μαυρογένη, Καλλιμάχη κ.ά. Η Ελληνική παρουσία στη «Βλαχία», δεν περιοριζόταν μόνο στις ηγεμονικές Αυλές, αλλά και στον πνευματικό τομέα ήταν αξιόλογη. Από το 1679 ο Καντακουζηνός είχε ιδρύσει στη «Βλαχία» την Γραικοβλαχική Ακαδημία του Βουκουρεστίου ("Φιλολογική Εταιρεία του Ελληνικού Λυκείου"), όπου συνέρρεαν εκεί ονομαστοί λόγιοι Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη, από τις Ελληνικές παροικίες της διασποράς και από ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο (Φωτιάδης, Ηλιάδης, Γεννάδιος, κ.α). 

Το τέλος της Ελληνικής περιόδου στη «Βλαχία» συμπίπτει με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Στο έδαφος της περιοχής αυτής ανέπτυξε πλούσια δράση η Φιλική Εταιρεία. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος θυσιάζεται στην περιοχή αυτή, για την Ελευθερία των Ελλήνων. Ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης ή Αγραφιώτης, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και κατά την έναρξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία, έσπευσε να ενωθεί με τον στρατό του Αλέξανδρου Υψηλάντη (Απρίλιος του 1821). Μαζί με τον Πεντεδέκα και άλλους 60 Έλληνες στάλθηκε στο «Γαλάτσι» της Μολδοβλαχίας και στρατολόγησε άλλους 600 Έλληνες αγωνιστές. Σε μάχες που έγιναν στο «Σκουλένι» και τον «Προύθο», με τους Τούρκους, σκοτώθηκαν ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης ή Αγραφιώτης, όλοι οι οπλαρχηγοί και 300 Έλληνες αγωνιστές. Οι «Έλληνες Βλάχοι» της διασποράς, πρωτοστάτησαν σε κάθε Εθνική εκδήλωση, είχαν πάντοτε παθολογική αγάπη για την Ελλάδα και το απέδειξαν με το αίμα τους σε όλους τους αγώνες της πατρίδος μας και με τα πλούτη που διέθεσαν για την εξυπηρέτηση του Γένους, σε διάφορες Δωρεές: Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Ζάππειο, Ζωσιμαία Σχολή, Θωρικτό Αβέρωφ, Σχολή Ευελπίδων, Παναθηναϊκό Στάδιο, Ακαδημία Αθηνών, Εθνική Τράπεζα κ.α. Ο Βορειοηπειρώτης (Αρβανιτοβλάχος) Ευάγγελος Ζάππας, άφησε κληρονόμο του το Ελληνικό Δημόσιο για όλα τα πλούτη του, που είχε αποκτήσει στο Βουκουρέστι στη «Βλαχία». (Μετά τον θάνατο του Ευαγγέλου Ζάππα, την περιουσία του διαχειρίστηκε ο εξαδελφός του Κωνσταντίνος, ο οποίος ορίστηκε επικαρπωτής της "Επιτροπής Ολυμπίων", για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων). Ο Ελληνισμός οφείλει πολλά στην φιλότιμη προσπάθεια τους και τον άκρατο πατριωτισμό τους. Κατά τον Μακεδονικό αγώνα, όπως σημειώνει ο Μαζαράκης–Αινιάν: «…αι Βλαχόφωνοι Ελληνικαί πόλεις της διασποράς ήσαν τα πατριωτικότερα Ελληνικά κέντρα…»[Πολλοί Αρματολοί και Κλέφτες το 1821, καθώς και άλλοι σε άλλους Εθνικούς αγώνες (Μακεδονικό αγώνα, Εθνική αντίσταση κ.λ.π), ήταν «Έλληνες Βλάχοι». Ο Ρήγας Φεραίος, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο Ιωάννης Κωλέττης, ο Απόστολος Αρσάκης, ο Γιάννης Φαρμάκης, ο Βλαχάβας, ο Κρυστάλλης, ο Μαυρογένης, ο Μουρούζης, οι Υψηλάντηδες και πολλοί άλλοι επιφανείς Έλληνες της διασποράς, είχαν "Βλάχικη" καταγωγή αλλά ήταν Ελληνικότατοι των Ελλήνων]

Οι «Έλληνες Βλάχοι» δεν ήταν μόνο στην Ήπειρο, την Θεσσαλία και την Μακεδονία αλλά ήταν και στην Στερεά Ελλάδα, την Αιτωλία και την Ακαρνανία. Από τον 10ο αιώνα μ.Χ περίπου, τα Θεσσαλικά όρη, η Πίνδος και οι προεκτάσεις της Νότια μέχρι τον Σπερχειό ποταμό και την γύρω περιοχή κατοικούνταν από «εκλατινισμένους - λατινόφωνους Έλληνες» = Βλάχους Έλληνες. Η Ήπειρος, η ορεινή κυρίως Θεσσαλία, η Πίνδος με τις Νότιες προεκτάσεις της μέχρι τον Σπερχειό ποταμό ονομαζόταν «Μεγαλο-βλαχία», η Αιτωλία και Ακαρνανία, ονομαζόταν «Μικρο-βλαχία» και η χώρα των Δολόπων (’Άγραφα - Τυμφρηστός), ονομαζόταν «Άνω-βλαχία» ("Αλεξιάς" - Άννα Κομνηνή, Νικήτας Χωνιάτης, Βενιαμίν Τουδέλης, κ.α). Τον 13ο αιώνα μ.Χ, το Διοικητικό κέντρο (Πρωτεύουσα) αυτού του "Κρατιδίου της Βλαχίας", με τους εκλατινισμένους - λατινόφωνους Έλληνες = Βλάχουςβρισκόταν στις Βόρειες πλαγιές της Οίτης στην οχυρωμένη "Νέα Πάτρα", σημερινή Υπάτη. Εξ αυτού ο Διοικητής του κρατιδίου, Ιωάννης Α΄, καταγράφεται στις Δυτικές πηγές με το παρωνύμιο Λαπατρίας (La Patria), από το Φράγκικο όνομα της Νέας Πάτρας (Υπάτης). 

Η λέξη "Βλάχος" στη νεοελληνική γλώσσα, κυρίως των αστικών κέντρων, σημαίνει τον κτηνοτρόφο-ποιμένα, τον απαίδευτο, τον αγροίκο. Όλοι οι κτηνοτρόφοι, είτε είναι νομάδες-σκηνίτες είτε είναι ημινομάδες - χωρικοί και ασχολούνται με την κτηνοτροφία, ονομάζοντο "Βλάχοι", ανεξάρτητα αν είναι λατινόφωνοι ή όχι. Με την έννοια του κτηνοτρόφου - ποιμένα χρησιμοποιείται από τον 11ον αιώνα (Άννα Κομνηνή, "Αλεξιάς", Βιβλ. 8. 3, 4, σελ.130): "...και οπόσοι τον νομάδα βίον είλοντο, Βλάχους τούτους η κοινή καλείν οίδε διάλεκτος..." Η αρχική όμως σημασία της λέξεως "Βλάχος", που είχε ξεκινήσει με τους λατινόφωνους Κέλτες (Βάλχ-Βαλάχ) που κατοικούσαν στη Γαλατία (Γαλλία), ήταν ο εκλατινισμένος - λατινόφωνος πολίτης

[ Η "Αλεξιάς", είναι το περίφημο έργο της Άννας Κομνηνής (1083-1148), που πήρε την τελική του μορφή μεταξύ των ετών 1138–1148 μ.Χ. Το περιεχόμενο του έργου καλύπτει τη δράση του πατέρα της Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, πριν από την άνοδό του στο θρόνο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και κατά την διάρκεια της Βασιλείας του. Το έργο "Αλεξιάς" γνώρισε πολλές εκδόσεις, η πρώτη έκδοση του έργου έγινε το 1651 στο Παρίσι, από τον Possinous. Από τότε ακολούθησαν και άλλες εκδόσεις, στα Λατινικά, στα Γερμανικά κ.ά, όμως η πιο εύχρηστη κριτική έκδοση είναι του Γάλλου ιστορικού Β. Leib. Στα Ελληνικά κυκλοφόρησε το 1938 από τον Νικ. Κωνσταντόπουλο και τον Ιωαν. Παπαδόπουλο και το 1990 από την Αλόη Σιδέρη. Τέλος, το 2006 η "Αλεξιάς" αποτέλεσε το σπουδαίο ερευνητικό έργο: "Δρόμοι της Πίστης - Ψηφιακή Πατρολογία", του Πανεπιστήμιο Αιγαίου (PDF) ]

Στον κορμό της ηπειρωτικής Ελλάδος, οι κάτοικοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία σχεδόν στο σύνολό τους. Ακόμη και αυτοί που δεν είναι το κυρίως επάγγελμά τους, όπως για παράδειγμα οι γεωργοί που ασχολούνται συμπληρωματικά με την κτηνοτροφία. Η κτηνοτροφική εργασία, που εκτυλίσσεται μακριά από τις οργανωμένες κοινωνίες, διαμορφώνει χαρακτήρα τραχύ, πρωτόγονο και άξεστο. Όσοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία διαμορφώνουν έναν τέτοιο χαρακτήρα, οι κτηνοτρόφοι γενικά έχουν ένα κοινό στοιχείο, την τραχύτητα του χαρακτήρα τους. Έτσι στη νεοελληνική γλώσσα το όνομα "Βλάχος"  σημαίνει τον τραχύ, τον άξεστο κτηνοτρόφο αλλά και κάθε άνθρωπο με χοντρούς και αδέξιους τρόπους. Δηλαδή, η λέξη "Βλάχος" κατάντησε να έχει επαγγελματική και κοινωνική σημασία και όχι γλωσσική, όπως αρχικά είχε ξεκινήσει με τους λατινόφωνους Κέλτες της Γαλατίας (σημερινής Γαλλίας, περιοχή του Σηκουάνα) και εν συνεχεία με τους λατινόφωνους  - εκλατινισμένους κατοίκους όλων των Βαλκανικών χωρών. 



1 / Οι «Αρωμάνοι (Αρμάνοι) Βλάχοι» ή «Κουτσουβλάχοι», είναι αυτόχθονες κάτοικοι οικισμών που βρίσκονται σε διάφορες περιοχές, που υπήρχαν διαβάσεις της Εγναντίας οδού στην Πίνδο, τον Όλυμπο, τον Βαρνούντα κ.ά. Όπως είναι γνωστό οι Ρωμαίοι στρατολόγησαν ντόπιους κατοίκους και σχημάτισαν λεγεώνες για την φύλαξη των διαβάσεων της Εγναντίας οδού. Οι κάτοικοι αυτοί, που υπηρέτησαν για 20 και 30 χρόνια στις Ρωμαϊκές λεγεώνες, αναγκάστηκαν να γίνουν δίγλωσσοι και μερικοί μονόγλωσσοι. Όταν επέστρεφαν στα χωριά τους, έφερναν και την επίκτητη γλώσσα στους τόπους καταγωγής τους. Επειδή είχαν υπηρετήσει στο Ρωμαϊκό στρατό και είχαν πάρει τον τίτλο του «Ρωμαίου πολίτη», ονόμαζαν τους εαυτούς τους τιμητικά "Αρωμάνους" (Αρμάνους) από την λατινικές λέξεις ARMA ROMANUS = ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΣ ΡΩΜΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ. Οι "Αρωμάνοι" (Αρμάνοι) Βλάχοι, δεν ήταν νομάδες – σκηνίτες, ασχολούνταν με την κτηνοτροφία συμπληρωματικά και είχαν μόνιμες κατοικίες στα ορεινά χωριά τους. Όσοι ασχολούνταν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία μόνο το χειμώνα κατέρχονταν στα πεδινά (χειμαδιά) και ξαναγύριζαν στα χωριά τους την άνοιξη. Η μόνιμη διαμονή τους στα χωριά τους διαχωρίζει από τους νομάδες-σκηνίτες «Σαρακατσάνους & Αρβανιτοβλάχους». Οι "Αρωμάνοι" (Αρμάνοι) Βλάχοι, ασχολούνταν με όλα τα επαγγέλματα, ράφτες, υποδηματοποιοί, κτίστες, μεταφορείς (κυρατζήδες) κ.λ.π. Ενώ οι ίδιοι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους τιμητικά "Αρμάνους", οι άλλοι Έλληνες τους ονόμαζαν "Κουτσοβλάχους", επειδή εκτός από τις Ελληνικές λέξεις, χρησιμοποιούσαν πολλές λέξεις λατινικές και μιλούσαν ένα είδος λατινικά παραφθαρμένα και δυσδιάκριτα. Δηλαδή δεν μιλούσαν ούτε καλά Ελληνικά ούτε καλά λατινικά, μιλούσαν ένα ανάμικτο παραμόρφωμα διαλέκτου το οποίο σώζεται ακόμη σε πολλά μέρη της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Η ονομασία "Κουτσοβλάχοι" πιθανόν να προέρχεται από την τουρκική λέξη "κιουτσούκ", που σημαίνει μικρός και από την επίσης τουρκική λέξη "Βαλακί" (Βλαχία), δηλαδή μικρή Βλαχία, ενώ την μεγάλη Βλαχία οι Τούρκοι την ονόμαζαν "Μπουγιούκ Βαλακί", (Μπουγίουκ = μεγάλος)Από σύγχρονες ανθρωπολογικές έρευνες, του ανθρωπολόγου Άρ. Πουλιανού, επιβεβαιώθηκε ότι οι "Κουτσοβλάχοι", είναι απόγονοι αυτόχθονος πληθυσμού, ο οποίος εκτός από την Ελληνική γλώσσα, μιλάει και ένα ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα το οποίο δέχθηκε επιρροή από την λατινική γλώσσα, συνεπεία της μακροχρόνιας παραμονής των Ρωμαίων στην Ελλάδα. Είναι γηγενής Ελληνικός πληθυσμός ο οποίος δέχθηκε μικρή μόνο επίδραση στη γλώσσα του από την λατινική διάλεκτο, αλλά διατήρησε την Ελληνική του συνείδηση. Ο σκελετός της γλώσσας είναι Ελληνικότατος και συμπληρώθηκε από λατινικές λέξεις κατά την κοινή συμβίωση Ελλήνων και Ρωμαίων. Από τις 6.670 λέξεις που έχει η "Κουτσοβλάχικη" γλώσσα, οι 3.640 λέξεις είναι Ελληνικές και μάλιστα αρχαιοελληνικές που ανάγονται στα Ομηρικά έπη και τον Ησίοδο, οι 2.095 λέξεις είναι λατινικές, οι 185 λέξεις είναι Σλαβικές και οι 150 λέξεις είναι Αλβανικές. (Ν. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, «Ετυμολογικό Λεξικό Κουτσοβλάχικης», Βορτσέλας "Φθιώτις" 1907). 

2 / Οι «Αρβανιτοβλάχοι ή Καραγκούνηδες», όπως και οι «Γραικοβλάχοι ή Σαρακατσάνοι», ήταν οι κατ’εξοχήν «νομαδικές φάρες - σκηνίτες», οι οποίοι ασχολούνταν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία. Οι μετακινήσεις τους ήταν συχνές από περιοχή σε περιοχή, για την αναζήτηση των κατάλληλων βοσκοτόπων για τα κοπάδια τους. Δεν είχαν καμία μόνιμη κατοικία ούτε στα βουνά ούτε στους κάμπους ήταν καθαρά ποιμένες σκηνίτες. Έκτιζαν προσωρινές (πρόχειρες) καλύβες με καλάμια και ξύλινους πασσάλους τις οποίες ονόμαζαν «Γραίκια». Στην αρχαιότητα, πριν από τους ιστορικούς χρόνους, ήταν μία «Ομοσπονδία» με συγγενικά φύλλα η οποία άλλαζε διαρκώς τόπους της χειμερινής και θερινής διαμονής. Τα καλοκαίρια ξεκαλοκαίριαζε στα Βαρδούσια, την Οξυά, τον Τυμφρηστό (Βελούχι), τον Όλυμπο, την οροσειρά της Πίνδου (από τα Άγραφα έως την Βόρειο Ήπειρο) και το χειμώνα ξεχειμώνιαζε στα πεδινά της Φθιώτιδος, της Βοιωτίας, της Θεσσαλίας, του Μεσολογγίου και της Βορ. Ηπείρου, (Άρβανον, Δυρράχιον, Μπεράτι, Αυλώνα, Φράσαρη κ.λ.π). Με την επικράτηση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αργότερα με την διαίρεση των νέων κτήσεων σε «Θέματα» (επαρχίες), η περιοχή της Βορείου Ηπείρου απεκόπη από την Ελλάδα: «…Αι κατά τόπους πολιτείαι εχωρίσθησαν νύν ολοτελώς απ’ αλλήλων, ουδείς δε τούτων πολίτης ηδύνατο πλέον να λαμβάνει ή να κατέχει έγγειον ιδιοκτησίαν εκτός των ορίων του εαυτού Δήμου…» (Παυσανίας Ξ. 16 , 6). 
Όπως προαναφέρθηκε, επί Ρωμαϊκής - Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η Ελλάδα διαιρέθηκε σε επαρχίες οι οποίες ονομάζονταν «Θέματα». Το 6ον «Θέμα Πελοπόννησος», περιελάμβανε μόνο την Πελοπόννησο. Το 7ον «Θέμα Ελλάδα» περιελάμβανε, κυρίως την κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού (ο ίδιος ο ποταμός ονομαζόταν Ελλάδας), τα εδάφη της παλαιάς επαρχίας της Αχαϊας Φθιώτιδας (Ανατολική Στερεά Ελλάδα και ένα μέρος της Θεσσαλίας). Βόρεια έφθανε μέχρι τον Πηνειό ποταμό και Νότια μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου. Το «Θέμα Ιλλυρικόν» και αργότερα του «Δυρραχίου - Αχρίδος», περιελάμβανε την Ιλλυρία και την Ήπειρο (Η Μακεδονία, όπως και οι άλλες Ελληνικές περιοχές περιλαμβάνονταν σε άλλα «Θέματα»). Συνεπώς οι ποιμένες - σκηνίτες που βρέθηκαν στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου, κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έχασαν την επικοινωνία τους με την υπόλοιπη Ελλάδα, έμαθαν κατ’ ανάγκη το «λατινογενές» γλωσσικό ιδίωμα της «Αρβανιτο-Βλάχικης» (εκλατινισμένης Αλβανικής γλώσσας) και μόνον μερικοί εξ αυτών γνώριζαν την Ελληνική γλώσσα. Ενώ οι ποιμένες – σκηνίτες που βρέθηκαν στις περιοχές που υπάγονταν στο 7ο «Θέμα Ελλάδα», δηλαδή από τον Ισθμό της Κορίνθου μέχρι τον Πηνειό ποταμό στη Θεσσαλία (Ανατολική Στερεά Ελλάδα και ένα μέρος της Θεσσαλίας), δεν μάθαιναν καμία άλλη γλώσσα εκτός από την Ελληνική και για τον λόγο αυτό τους ονόμαζαν «Γραικο-βλάχους». 

Ο Νικ. Κασομούλης, στα “Στρατιωτικά Ενθυμήματα της Επαναστάσεως του 1821”, αναφέρει τα εξής: «…Δύο φυλαί ομάδων Σκηνιτών ήσαν εκείνοι είς τους οποίους δυνάμεθα να δώσωμεν κυρίως το όνομα, ως ποιμένες έκ συστήματος και επαγγέλματος, οι Αρβανιτοβλάχοι και οι Γραικοβλάχοι.
[…] Οι Αρβανιτοβλάχοι, διότι κατάγοντο από τα πέριξ της Μοσχοπόλεως χωρία Γράμουσταν, Νικολίτζαν κ.λ.π, γειτνιάζοντες με τους Αλβανούς (Κολωνιάτας) και αναθρεφόμενοι μεταξύ τούτων και ομιλούντες μόνον την βλάχικην διάλεκτον και την Αλβανικήν, χωρίς να μανθάνουν την Ελληνικήν παρ’ έν παρόδω, αγράμματοι οι περισσότεροι, αποκτήσαντες ιδιαίτερα τινά έθιμα και έξεις, αν και Χριστιανοί Ορθόδοξοι και έχοντες και ιερείς μεταξύ των, χωρίς όμως να συνέρχωνται ούτε είς γάμον με τους Γραικούς, φαίνονται ότι ήσαν επιρρεπέστεροι εις την δουλείαν […] Οι Γραικοβλάχοι εκ τουναντίον επειδή εγειτνιάζοντο και περιστοιχούντο από Ελληνικάς χώρας και Αρματωλούς Έλληνας, ως π.χ το Βασταβέτσι, το Συράκον, Αβδέλα, Σαμαρίνα, αν και απλοί αμαθείς οι περισσότεροι, σύμφωνοι όμως ως προς τας έξεις, με τους Έλληνας, επιρρεπέστεροι έξ ανατροφής ως προς την ανεξαρτησίαν των, πονητικοί συγγενείς μεταξύ των, πιστοί είς την φιλίαν, επαρατηρήθη ότι εάν και είχον και ούτοι ιδιαίτερα τινά έθιμα ως προς το ζήν και πολιτεύεσθαι από τους Έλληνας κατοίκους, διαφέροντες όμως καθόλα από τους Αρβανιτοβλάχους κατά τα λοιπά, και συνερχόμενοι εις γαμικούς δεσμούς και με τους Γραικούς», ωθούντο όμως από έν αίσθημα φιλελευθερον. 

Αργότερα, επί Οθωμανικής κυριαρχίας, οι μετακινήσεις των ποιμένων - σκηνιτών της Βορείου Ηπείρου προς τις περιοχές της Θεσσαλίας, της Στερεάς Ελλάδος, της Πελοποννήσου και άλλων περιοχών, ήταν συχνές. Οι μετακινήσεις αυτές των ποιμένων – σκηνιτών δημιούργησαν μεγάλη αντιπαλότητα μεταξύ των «Αρβανιτοβλάχων και των Γραικοβλάχων», για τα βοσκοτόπια που διεκδικούσαν οι «Αρβανιτοβλάχοι», κυρίως στις περιοχές που μετά το 1821 εγκαταστάθηκαν μόνιμα (Θεσσαλία, Κεντρική Μακεδονία, Αιτωλοακαρνανία, Πελοπόννησο, κ.λ.π). Οι «Αρβανιτοβλάχοι» ονομάζονταν και Καραγκούνοι(δες), από το μαύρο ένδυμα (κάπα– συγκούνα) και «Φρασαριώτες», οι προερχόμενοι από την περιοχή «Φράσαρη» της Βορείου Ηπείρου, που βρίσκεται μεταξύ του Μπερατίου και της Αυλώνας. Στα χρόνια της Τυραννίας του Αλή πασά, ένα μικρό ποσοστό «Αρβανιτοβλάχων», είχε κατηγορηθεί από τους «Γραικοβλάχους», ότι ήταν ευνοούμενοί του και συνεργάτες του. Για το λόγο αυτό, οι Έλληνες Κλεφταρματολοί τους καταδίωξαν και τους εξολόθρευσαν. Στην πραγματικότητα όμως, οι «Αρβανιτοβλάχοι» προερχόμενοι από περιοχές της Βορείου Ηπείρου (Άρβανον, Επίδαμνος, Απολλωνία, Αμαντία, Ωρικός, Βουθρωτό, κ.λ.π), είναι κομμάτι του Ελληνικού Έθνους, με Ελληνική Εθνική συνείδηση και Ελληνική κουλτούρα (ήθη, έθιμα, θρησκεία, ενδυμασία με την πολεμική ενδυμασία των Ελλήνων την «Φουστανέλλα», κ.ά). 

Η Άννα Κομνηνή ("Αλεξιάς", Βιβλ. 13. 5. 1, σελ. 220. "Ερευνητικό έργο: Δρόμοι της Πίστης - Ψηφιακή Πατρολογία" του Πανεπιστημίου Αιγαίου), αναφέρεται στο «Άρβανον» με γεωγραφική και στρατιωτική έννοια, τονίζοντας ότι ο Ευστάθιος Καμμύτζης είχε αναλάβει να υπερασπισθεί την περιοχή του "Αρβάνου": «… τω δε γε Ευσταθίω τω Καμύτζη τάς περί το Άρβανον ανατεθείκει κλεισούρας» ["Αλεξιάς", Βιβλ. 13. 5. 2, σελ. 220] «…Επεί δε τινά των ομορούντων τω Αρβάνω πολίχνια προέφθασαν τω Βαϊμούντω προσχωρήσαι, οι τούτων έποικοι, τας του Αρβάνου ατραπούς ακριβώς επιστάμενοι, προσελθόντες πάσαν, ως είχε, της Δεύρης την θέσιν έξηγήσαντο και τας λανθανούσας ατραπούς υπέδειξαν...». Επίσης η Άννα Κομνηνή, με βάσει τα γεγονότα του Δυρραχίου το 1081 και τους πολέμους των Βυζαντινών με τους Νορμανδούς σταυροφόρους, αναφέρεται σε κάποιον αξιωματούχο (Κομισκόρτη) που πήγε να ενισχύσει την άμυνα του κάστρου ("Αλεξιάς", Βιβλ. 4. 8. 4, σελ. 73): «…και την της ακροπόλεως φρουράν τοις εκκρίτοις Βενετίκοις των εκείσε αποίκων ανέθετο, την δε γε επίλοιπον πάσα πόλιν τω έξ Αρβάνων ορμωμένω Κομισκόρτη τα συνοίσοντα δια γραμμάτων υποθέμενος…». [ Το «Άρβανον» εκτεινόταν Βορειοδυτικά του Δυρραχίου και η περιοχή υπαγόταν στην πολιτική και στρατιωτική δικαιοδοσία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Γι’αυτό, τον 12ον αιώνα, ιδρύθηκε το «Θέμα Δυρραχίου και Αχρίδος», με Διοικητή τον Ελληνικής καταγωγής, Βυζαντινό Στρατηγό Γεώργιο Ακροπολίτη. Το σημερινό Δυρράχιο είναι η αρχαία Ελληνική πόλη Επίδαμνος ("Αλεξιάς", Βιβλ. 12. 9. 4, σελ. 211): "... το μέντοι Δυρράχιον ή Επίδαμνος, αρχαία πόλις και ελληνίς..."]

Στην Εγκυκλοπαίδεια “Νέα Δομή”, αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής: «…Τα παράλια της Βορείου Ηπείρου κατοικούντο από Έλληνες, που είχαν εκεί ανθηρές αποικίες από τον 5ον αιώνα π.Χ, όπως η «Απολλωνία» (αποικία των Κορινθίων και Κερκυραίων), η «Αμαντία» και «Ωρικός» (Ευβοείς. Ηροδ. 9.90), η «Επίδαμνος», το σημερινό Δυρράχιο (αποικία των Κερκυραίων και Κορινθίων, Θουκυδ. Στράβων, Παυσανίας). Οι πόλεις αυτές καταλήφθηκαν αρχικά από τον Φίλιππο Ε΄(214 π.Χ) και έν συνεχεία από τους Ρωμαίους. Όταν η χώρα κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους (168 π.Χ) και έγινε επαρχία της Αυτοκρατορίας («Θέμα Ιλλυρικόν»), το Νότιο τμήμα ονομάζετο Νέα Ήπειρος και το Βόρειο μέχρι τον Δούναβη Ιλλυρία. Η σημερινή γλώσσα των Αλβανών, είναι κράμα «εκλατινισμένων» γλωσσών ήτοι: της Ελληνικής, της Ιλλυρικής και άλλων Φύλων που κατοικούσαν σε αυτή την περιοχή…».

Οι εκλατινισμένοι Έλληνες πολίτες (Βλάχοι), έχουν πάρα πολλές λέξεις όμοιες με αυτές των εκλατινισμένων κατοίκων από την περιοχή "Άρβανοντης Βορείου Ηπείρου (Αρβανιτο-Βλάχους). Η Ελληνική "Βλάχικη" διάλεκτος έχει περισσότερες Ελληνικές λέξεις και λιγότερες Αλβανικές και Λατινικές, ενώ η "Αρβανίτικη" διάλεκτος έχει περισσότερες Αλβανικές λέξεις και λιγότερες Ελληνικές και Λατινικές. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εκατομμύρια κάτοικοι των Βαλκανίων, που ομιλούσαν το λεκτικό ιδίωμα της "Αρβανίτικης", βαπτίστηκαν δυστυχώς από ορισμένους Αλβανοί. Η λέξη "Αρβανιτο-Βλάχοςείναι σύνθετος και σημαίνει, εκλατινισμένος πολίτης από την περιοχή "Άρβανον" της Βορείου Ήπειρου. Από την περιοχή αυτή μετακινήθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος, συνέζησαν με τους άλλους Έλληνες νομάδες και ημινομάδες κατοίκους και μαζί με αυτούς αγωνίσθηκαν για την απελευθέρωση της Ελλάδος. Είχαν παθολογική αγάπη για την Ελλάδα και το απέδειξαν σε όλους τους αγώνες της πατρίδος μας. Πάρα πολλοί Βορειοηπειρώτες (Αρβανιτο-Βλάχοι), διέθεσαν τα πλούτη τους για την εξυπηρέτηση του Γένους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ευάγγελος Ζάππας αγωνιστής του 1821, που μετανάστευσε το 1831 στο Βουκουρέστι και απέκτησε τεράστια περιουσία και εισοδήματα, τα οποία διέθεσε στο Ελληνικό Δημόσιο με διάφορες ευεργεσίες (Ζάπππειο μέγαρο, αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, κ.α)

Οι «Αρβανιτοβλάχοι» είχαν πάντοτε Ελληνική Εθνική συνείδηση, διότι ήταν Έλληνες απόγονοι των αρχαίων «Θεσπρωτών», των Μολοσσών, (απόγονοι του Νεοπτόλεμου γιου του Αχιλλέα), των «Δωδωναίων Αινιάνων», των «Σελλών ή Ελλών», των «Γραικών»  και των άλλων αρχαίων Ελληνικών φύλων, που «εκλατινίσθηκαν» κατά την μακρόχρονη παραμονή των Ρωμαίων στην περιοχή των Βαλκανίων. Στην περιοχή αυτή ήταν το Βασίλειο του Πύρρου το οποίο εκτεινόταν Νότια μέχρι την σημερινή Πρέβεζα και Βόρεια μέχρι το Δυρράχειο (αρχαία Επίδαμνο) και το Ελμπασάν της σημερινής Αλβανίας. Συνεπώς οι κάτοικοι της περιοχής αυτής ήταν απόγονοι των υπηκόων του Πύρρου ο οποίος δήλωνε ότι ήταν απόγονος του Αχιλλέα και φορούσε ο ίδιος, όπως και οι στρατιώτες του, την πολεμική στολή του Αχιλλέα (Χαλκοθώρακα Χαλκοχιτώνα) πρόγονο της σημερινής φουστανέλλας. Επίσης, οι Ελληνικές λέξεις που χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα οι κάτοικοι της περιοχής αυτής στο λεξιολόγιό τους είναι αρχαιοελληνικές – Ομηρικές λέξεις, όπως για παράδειγμα: Λέπορι = λαγός, Κυέν (Κύων) = σκύλος, Κέλης = άλογο, Μύς = ποντίκι, Ούδε = οδός - δρόμος, Δέα = Γή, Χέλκ = Έλκω, Πούν (Πόνος) = δουλειά, Βάλτ (Βάλτος) = λάσπη κ.ά. Ο ισχυρισμός των σημερινών Αλβανών ότι στην περιοχή αυτή βρισκόταν η αρχαία Ιλλυρία είναι λανθασμένη, διότι σύμφωνα με τους αρχαίους χάρτες η αρχαία Ιλλυρία βρισκόταν στην περιοχή που είναι σήμερα η Κροατία, το Μαυροβούνιο, το Κόσοβο και το Τέτοβο. Συνεπώς, η Βόρειος Ήπειρος (σημερινή Νότιος Άλβανία) δεν ανήκε ποτέ στην Ιλλυρία. Όπως είναι γνωστό άλλωστε, στις περιοχές της Βορείου Ηπείρου από την αρχαιότητα ανθούσαν πάρα πολλές παραλιακές Ελληνικές πόλεις όπως: Το Βουθρωτό, η Απολλωνία, η Αντιπάτρεια, η Αμαντεία, η Ωρικός, η Επίδαμνος (Δυρράχιο) κ.ά). Ύστερα όμως από την κατάκτηση της παράλιας ζώνης από τους Ρωμαίους και τις δραματικές κοινωνικές αλλαγές, οι κάτοικοι μετακινήθηκαν με τις οικογένειές τους στις Βόρειες ορεινές περιοχές της ενδοχώρας κατά μήκος της Εγναντίας οδού, σε πόλη ή περιοχή με την ονομασία «Άρβανον» και ζούσαν νομαδικά σε κοινωνίες κατά βάσει οικογενειακές (φάρες). Η κάθε φάρα είχε δικό της αρχηγό (συνήθως τον Γενάρχη) και ρύθμιζαν τις μεταξύ τους σχέσεις πάνω σε κανόνες εθιμικού δικαίου. (Το εθιμικό δίκαιο το διατήρησαν οι «Αρβανίτες» και μετά την εγκατάστασή τους στις περιοχές της Θεσσαλίας, της Βοιωτίας, της Αττικής κ.λ.π, ακόμη και κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας). Εκτός από τους νομάδες– ποιμένες, υπήρχαν και «Αρβανίτες» φημισμένοι στρατιώτες, οι οποίοι μίσθωναν τις υπηρεσίες τους ως πολεμιστές και ζούσαν από τον πόλεμο. Ήταν έτοιμοι να γίνουν μισθοφόροι σε κάθε ηγεμόνα η διεκδικητή της εξουσίας με αντάλλαγμα να τους παραχωρηθούν χώροι εγκατάστασης, γι’αυτούς και τα κοπάδια τους. Με την εμφάνιση των Ρωμαίων στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου, ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων, εντάχθηκαν στις Ρωμαϊκές λεγεώνες ως «μισθοφόροι», για την φύλαξη των διαβάσεων σε στρατηγικά σημεία του οδικού άξονα (Εγναντίας οδού) που συνέδεε την περιοχή του Αρβάνου και Δυρραχίου με την Κωνσταντινούπολη μέσω της Θεσσαλονίκης. Οι ομαδικές μετακινήσεις των «Αρβανιτών», προς την Θεσσαλία και τις άλλες περιοχές της Ελλάδος άρχισαν στις αρχές του 11ου αιώνα, όπως προκύπτει από εκκλησιαστικά έγγραφα, γράμματα Επισκόπων και δωρητήριες παραχωρήσεις. Αργότερα περί το 1315 - 1318, όπως προκύπτει από διάφορα έγγραφα του Ιωάννη Καντακουζηνού, αντιπαρατέθηκαν στην περιοχή τους οι Έλληνες της αυτοκρατορίας της Νικαίας και της Κωνσταντινούπολης, οι Έλληνες του Δεσποτάτου της Ηπείρου και οι «Δυνάμεις των Σταυροφόρων–Καθολικών» (Γερμανοί, Γάλλοι, Ιταλοί κ.ά). Το 1318, ο κόμης της Ζακύνθου και της Κεφαλληνίας Νικόλαος Ορσίνι κατέλυσε την κυριαρχία στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Οι «Αρβανίτες» πολέμησαν σκληρά εναντίον των Λατίνων εισβολέων, αλλά αναγκάσθηκαν τελικά να εγκαταλείψουν την περιοχή τους με τις οικογένειές τους και να μετακινηθούν μέσω της Πίνδου, αρχικά στα ορεινά της Θεσσαλίας και αργότερα και στα πεδινά. Η μετανάστευση από την περιοχή του «Αρβάνου» και των περιχώρων του Δυρραχίου, έγινε κατά ομάδες και είχε σταδιακό χαρακτήρα, δηλαδή έμειναν για μερικά χρόνια σε μία περιοχή προσωρινά, μέχρι να μετακινηθούν αργότερα σε κάποια άλλη περιοχή κ.ο.κ. Η ορεινή Δυτική Θεσσαλία και η περιοχή Φαναρίου κοντά στην Καρδίτσα, ήταν οι πρώτες περιοχές που εγκαταστάθηκαν οι «Αρβανίτες» και εν συνεχεία εξαπλώθηκαν προς την Εύβοια, την Λοκρίδα, την Βοιωτία, την Αττική, την Αιτωλοακαρνανία, την Πελοπόννησο, τα Νησιά, ακόμη και τη Θράκη. Στην Αττική εγκαταστάθηκαν οι Αρβανίτες στις αρχές του 14ου αιώνα. Την περίοδο αυτή υπήρχαν διάφορες «Εταιρείες μισθοφόρων», οι οποίες πραγματοποιούσαν ληστρικές επιθέσεις στο «Δουκάτο των Αθηνών» (εξ’ αιτίας των οποίων είχε υποστεί μεγάλη Δημογραφική μείωση). Τότε οι ηγεμόνες του Δουκάτου, προκειμένου να προασπίσουν την Αθήνα, σκέφθηκαν να καλέσουν τις «φάρες» των «Αρβανιτών» (Λιόσηδες, Μαζαρακαίους, Μαλακασαίους, Μπουαίους, Σπαταίους κ.ά), που ήταν επιδέξιοι και σκληροτράχηλοι πολεμιστές, για να εγκατασταθούν σε διάφορα στρατηγικά περάσματα της Αττικής όπως: Στον Ασωπό ποταμό και την κοιλάδα του, στα Βόρεια. Στο πέρασμα της Χαλκίδας με τον Ωρωπό. Στο πέρασμα του «αυχένα» της Πεντέλης και του Υμητού, με τα χωριά Σπάτα και Λιόπεσι (Παιανία). Στο πέρασμα της Βάρης, Κορωπίου, Μαρκοπούλου, Καλυβίων, Κερατέας. Στο πέρασμα της Χασιάς (Δερβενοχώρια), που συνδέει το λεκανοπέδιο Αττικής με τη Θήβα και την Πελοπόννησο. Επίσης στο Θριάσιο πεδίο, Μάνδρα, Ελευσίνα κ.λ.π. Οι «Αρβανίτες», εκτός από την Θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα, είχαν κοινό στοιχείο με τους άλλους Έλληνες και την ενδυμασία με την Φουστανέλλα, δηλαδή «την πολεμική ενδυμασία του Αχιλλέα» (Χαλκοχιτώνα - Χαλκοθώρακα), απόδειξη της κοινής καταγωγής τους. 

Για την ετυμολογία της λέξεως «Καραγκούνηδες» (την άλλη ονομασία που είχαν οι «Αρβανιτοβλάχοι»), έχουν προταθεί διάφορες απόψεις μερικές από τις οποίες είναι οι εξής: 
α / Σύμφωνα με μία άποψη προέρχεται από τις Τουρκικές λέξεις: «καρά - Γιουνάν» = «μαύρος - Έλληνας». 
β / Σύμφωνα με άλλη άποψη, οι «Καραγκούνηδες» που κατοικούν στη δυτική λεκάνη της Θεσσαλικής πεδιάδας, στους Νομούς Καρδίτσας και Τρικάλων, οφείλουν την ονομασία τους στη συνήθειά τους να κινούν το κεφάλι τους αντί να ομιλούν: «ο την Κάρα - κινών» = Κάρα (γ) κούνης. Με δεδομένο ότι «Καραγκούνηδες» υπάρχουν και σε άλλα μέρη της Ελλάδος θα πρέπει να αποκλείσουμε αυτή την εκδοχή. Ο Λαογράφος Δημήτριος Λουκόπουλος αναφέρει για τους «Καραγκούνηδες» τα εξής: «…Με το όνομα «Καραγκούνηδες» είναι γνωστοί στην Αιτωλία, ένα απόσπασμα Κουτσοβλάχων που κατοικούν στην ακροποταμιά του Ασπροπόταμου, καθώς πιάνει απ’ το Λεπενιώτικο κάμπο και πίσω τον κατήφορο ως τη Σταμνά κατά το Αντελικιώτικο τόπο. Στη γραμμή σχεδόν έχουν χτισμένα τα χωριά τους Σοροβίγλι, (μέσα στα παλιά τείχη της Στράτου, πρωτεύουσα των αρχαίων Ακαρνάνων), Όχτια, του Κατσαρού, Παλιομάνα, του Νταγιάντα. Άλλα Καραγκούνικα χωριά είναι κατά του Αστακού τα μέρη, η Γουργιώτισσα, η Αγράμπελη, το Στουρνάρι, και το Καλέντζι. Μιλούν όλοι την Κουτσοβλάχικη γλώσσα, μιλούν τα Καραγκούνικα που λένε στην Αιτωλία. Ξέρουν όμως όλοι και τα Ελληνικά και τα μιλούν σαν Έλληνες με την συνείδηση πώς και αυτοί είναι Έλληνες. Με τα γειτονικά Ελληνόφωνα χωριά ποτέ δεν κάνουν συμπεθεριές. Η Καραγκούνα παίρνει άντρα τον Καραγκούνη και το αντίθετο. Τους χωρίζει μια διαφορά σπουδαία και δεν ταιριάζουν γάμοι Καραγκούνηδων με Ελληνόφωνους. Τους χωρίζει η διαφορετική ζωή που κάνουν. Οι Καραγκούνηδες ήταν ως τα τελευταία χρόνια σκηνίτες νομάδες. Το καλοκαίρι ανέβαιναν και ξεκαλοκαίριαζαν στα βουνά, στ’ Άγραφα και την Ήπειρο. Το χειμώνα κατέβαιναν για να ξεχειμάσουν με τα πραματά τους σε τούτους εδώ τους πλούσιους κάμπους. Σιγά σιγά το βρήκαν πιο καλύτερο να στήσουν εδώ τη μόνιμη κατοικία τους κι’ απ’ τα 1865 - 1870 έχτισαν τα χωριά που ονομάσαμε παραπάνω. Αυτό βέβαια ήταν ένα μεγάλο παραστράτημα απ’ την παλιά παράδοση που ποιος ξέρει από πότε κρατούσε, μα άξιζε, γιατί πιάσανε τους πλούσιους τόπους κι’ έκαναν και καλλιέργεια που πρωτύτερα τους ήταν άγνωστη τέχνη…». 
γ / Σύμφωνα με τρίτη άποψη του καθηγητού Γεωργίου Καββαδία, που ασχολήθηκε πολλά χρόνια με την ζωή, τον λαϊκό πολιτισμό και την ρίζα των Καραγκούνηδων, μεταξύ άλλων αναφέρει στην έρευνά του: «…Πάνω στα ψηλώματα της Θεσσαλίας ζουν αυτόχθονες ορεινοί, Κουτσοβλάχοι και νομάδες Σαρακατσάνοι. Στα καμποχώρια στη δυτική λεκάνη της πεδιάδας, κατοικούν οι Καραγκούνηδες. Μερικοί υποστηρίζουν ότι η ονομασία τους (Καραγκούνηδες) προέρχεται από το γεγονός ότι φορούσαν «επενδύτες» από μαύρο δέρμα προβάτου, δηλαδή «μαύρη - γούνα» και σε παρεφθαρμένα Τουρκικά «Καρά - γκούνα», πράγμα που τους έμεινε σαν παρωνύμιο…».  Η άποψη αυτή που αναφέρει ο Γεώργιος Καββαδίας θεωρείται η πιθανότερη, διότι όπως προέκυψε από την παρούσα έρευνα, οι Καραγκούνηδες αρχικά κατοικούσαν στις παραλιακές Ελληνικές πόλεις της Βορείου Ηπείρου (Απολλωνία, Αμαντία, Ωρικό, Επίδαμνο κ.ά), ύστερα όμως από την κατάκτηση της παράλιας ζώνης από τους Ρωμαίους και τις δραματικές κοινωνικές αλλαγές, μετακινήθηκαν με τις οικογένειές τους στις ορεινές περιοχές της ενδοχώρας κατά μήκος της Εγναντίας οδού, σε πόλη ή περιοχή με την ονομασία «Άρβανον» και ζούσαν νομαδικά σε κοινωνίες κατά βάσει οικογενειακές-πατριές (φάρες). Από την πόλη ή περιοχή «Άρβανον» ονομάσθηκαν «Αρβανιτοβλάχοι» και από το μαύρο ένδυμα (κάπα–συγκούνα) ονομάσθηκαν Καραγκούνηδες. Επίσης, ονομάζονταν και «Φρασσαριώτες», οι προερχόμενοι από την περιοχή «Φράσσαρη» (Πρεμετή) της Βορείου Ηπείρου, που βρίσκεται μεταξύ του Μπερατίου και της Αυλώνας. Στην περιοχή της Θεσσαλίας οι περισσότεροι Καραγκούνηδες προέρχονται από την περιοχή «Φράσσαρη» και έφθασαν στην περιοχή αυτή τον 11ον αιώνα περίπου, όπως προκύπτει από εκκλησιαστικά έγγραφα, γράμματα Επισκόπων, δωρητήριες παραχωρήσεις καθώς και άλλα Δημόσια έγγραφα. 

3 / Οι «Γραικοβλάχοι ή Σαρακατσάνοι», είναι καθαρό νομαδικό - ποιμενικό Ελληνικό φύλο που έχει αρχαιοελληνική καταγωγή και οι ρίζες του χάνονται στα βάθη των αιώνων. Ο ανθρωπολόγος Δρ. Άρης Πουλιανός, στα Πρακτικά των δύο (2) Συνεδρίων (Σερρών 1983 και Αθήνας 1985), "Σαρακατσάνοι ο αρχαιότερος λαός της Ευρώπης", αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής: "...Οι Σαρακατσάνοι της πρωτοχάλκινης εποχής είναι αυτοί που κατέχουν και πρώτοι μιλούν την Ελληνική γλώσσα και με τις διαρκείς μετακινήσεις τους στον Ελλαδικό χώρο ενεργούν σαν φορείς διαδίδοντας την γλώσσα τους ...". Οι Σαρακατσάνοι και η παράδοσή τους, κουβαλούν μαζί τους τη μαρτυρία της Ιστορίας του Ελληνισμού. Είναι το αποδεικτικό στοιχείο της αδιάκοπης ιστορικής και βιολογικής συνέχειας και πορείας του Ελληνισμού δια μέσου των αιώνων. Κοιτίδα των «Σαρακατσάνων» θεωρείται ο ορεινός όγκος της Πίνδου που αρχίζει από την Κορυτσά και καταλήγει νοτιότερα μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο (Σμόλικας, Αθαμανικά όρη (Τζουμέρκα), Άγραφα, Τυμφρηστός (Βελούχι), Παρυφές του Τυμφρηστού, Οίτη, Βαρδούσια, Γκιώνα, Παρνασσός, Ελικώνας, Κιθαιρώνας και άλλες περιοχές της Στερεάς Ελλάδος). Ο διασκοσπισμός των Σαρακατσάνων έγινε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και ιδίως την εποχή του Αλή πασά, που είχε μεγάλες συγκρούσεις με τους Σουλιώτες και τους Σαρακατσάνους Οπλαρχηγούς: Κατσαντώνη (Αντώνη Μακρυγιάννη) και τ'αδέλφια του Κώστα (Λεπενιώτη) και Γιώργο (Χασιώτη), Δίπλα, Τσιόγκα, Μακρή, Στουρναραίους κ.α. Την περίοδο αυτή οι Σαρακατσάνοι μετακινήθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος, αλλά και εκτός αυτής (Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη, Βουλγαρία, Σκόπια, Μολδο-Βλαχία, κ.α), προκειμένου να προστατευθούν από τις διώξεις του Αλή πασά. 

Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε στον Τομέα Γενετικής, Ανάπτυξης και Μοριακής Βιολογίας του Τμήματος Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στον τομέα Γενετικής του Ανθρώπου του Πανεπιστημίου Newcastle Upon Tyne, οι Σαρακατσάνοι παρουσιάζουν γενετική ομοιότητα με τον υπόλοιπο Ελληνικό πληθυσμό. Το 1993 ο Έλληνας ανθρωπολόγος Δρ. Άρης Πουλιανός, εξέδωσε βιβλίο: «Σαρακατσάνοι ο αρχαιότερος λαός της  Ευρώπης», στο  οποίο  εμπεριέχεται η έρευνά του πάνω στον ανθρωπολογικό τύπο του εν λόγω πληθυσμού. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν, μετά από την έρευνα που πραγματοποίησε, είναι τα εξής: α / Οι Σαρακατσάνοι, σύμφωνα με όλα τα ανθρωπολογικά και παλαιο-ανθρωπολογικά δεδομένα αναδεικνύονται ο αρχαιότερος λαός της Ευρώπης, που επιβιώνει κοινωνικά μέσα από την κλειστή οικογενειακή παράδοση. Είναι οι πρώτοι προμηθευτές τροφής της ανθρωπότητας, που γίνονται πια οργανωμένοι ποιμένες και η εξέλιξη τους φτάνει στη σημερινή του μορφή. β / Οι Σαρακατσάνοι αποτελούν μία αδιάλειπτη βιολογική συνέχεια του Homo sapiens και έχουν δεσμούς με τον Ελληνικό χώρο από την Παλαιολιθική Εποχή (800.000 π.Χ). γ / Η γλώσσα των Σαρακατσάνων, σύμφωνα με τα γλωσσολογικά δεδομένα, ήταν και είναι μόνο η Ελληνική, η οποία πρωτοπαρουσιάζεται στα βουνά της Πίνδου (Τζουμέρκα, Άγραφα, Βελούχι, Παρυφές Τυμφρηστού) εξ’ ου και η αναγωγή της καταγωγής τους σε αυτά τα μέρη (όπως το δηλώνουν και οι ίδιοι). Έτσι μπορεί να πει κανείς, ότι η αμιγώς Ελληνική γλώσσα των Σαρακατσάνων, που συνδέεται άμεσα με την πρωτο-ελληνική γλώσσα, αποτελεί την απόδειξη της αυτοχθονίας των Ελληνικών φύλων και της αβασιμότητας της Ινδοευρωπαϊκής θεωρίας...». 

Αλλά και άλλοι Ιστορικοί ερευνητές, Έλληνες και ξένοι, παραδέχονται ότι οι «Σαρακατσάνοι» είναι «Έλληνες νομάδες» από την αρχαιότητα, ενδεικτικά αναφέρω τους εξής: 
Α΄/ Ο Δανός Hoed σε έρευνα του 1926 απέδειξε ότι η γλώσσα των «Σαρακατσάνων» είναι καθαρά η Ελληνική γλώσσα, συνέχεια της Ομηρικής γλώσσας και ότι"...οι «Σαρακατσάνοι» είναι αρχαίο Ελληνικό φύλο..."
Β΄/ Ο Στέφανος Γρανίτσας στο έργο του: «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου» χαρακτηρίζει τους «Σαρακατσάνους» ως τους: «...καταλαγώτερους Έλληνες...»
Γ΄/ Ο καθηγητής Δημ. Γεωργακάς απέδειξε με την έρευνά του ότι: "...η «Σαρακατσάνικη» διάλεκτος είναι απαλλαγμένη από ξενισμούς...".
Δ΄/ Ο καθηγητής Θωμάς Γ. Καλοδήμος, στο πόνημά του για τους «Σαρακατσάνους» αναφέρει: «…Όπως διαπιστώθηκε από ανθρωπολογικές μελέτες που έγιναν σε Σαρακατσάνους της Ελλάδος και της Βουλγαρίας, προέκυψε ότι είναι λαός ο οποίος έχει δεσμούς με τον Ελληνικό χώρο, από την Παλαιολιθική εποχή…». 
Ε΄/ Ο Αντώνης Κεραμόπουλος αναφέρει ότι: «…Οι Σαρακατσάνοι είναι νομάδες Έλληνες, Ελληνόγλωσσοι εξ αμνημονεύτων χρόνων κατά την γεωμετρικήν τέχνην των κεντημάτων και των ξυλογραφιών των…». 
ΣΤ΄/ Η Αγγελική Χατζημιχάλη υποστηρίζει στην έρευνά της ότι: «…Όλα μας αναγκάζουν να παραδεχθούμε ότι οι Σαρακατσάνοι είχαν πιασμένα τα Ελληνικά βουνά από τα πανάρχαια χρόνια […] Νομάδες από πανάρχαια μήτρα κτηνοτρόφων, τσελιγκάδες, τσοπάνοι, προβαταραίοι, χωρίς δική τους γη και μόνιμη κατοικία. Περπατάρηδες και κόσμος από λόγγα, αυτοί οι Σαρακατσάνοι. Ζούνε στους κάμπους τον χειμώνα κι’ ανεβαίνουν στα βουνά το καλοκαίρι. Η ζωή τους  είναι ένα ταξίδι, μία αδιάκοπη μετακίνηση...». 
Ζ/ Ο Παν. Αραβαντινός (1809–1870), που ασχολήθηκε με την Ιστορία των «Σαρακατσάνων», τους θεωρεί: «…λείψανα των αρχαίων νομάδων Ακαρνάνων (Αινιάνων) και Ηπειρωτών, ως καταδεικνύεται εκ των Εθνικών αυτών χαρακτηριστικών της γλώσσης δηλαδή, των ηθών και της φυσιογνωμίας […] καταχρηστικώς αποκαλούνται Σαρακατσάνοι, διότι  ορμώνται  εξ  Ελλήνων  και  αυτόχρημα  Έλληνες  εισί…». 

Για τους «Αινιάνες» (που θεωρούνται το κυριότερο προγονικό φύλο των Σαρακατσάνων), γίνεται αναφορά από τον ίδιο τον Όμηρο στην Ιλιάδα (Β. 748 - 754), όπου αναφέρονται νομάδες ποιμένες, που ξεκαλοκαιριάζουν στα βουνά και ξεχειμωνιάζουν στα πεδινά: «...Γουνεύς δ' εκ Κύφου ήγε δύω και είκοσι νήας τω δε Ενιήνες (Αινιάνες) έποντο μενεπτόλεμοί τε Περαιβοί οι περί Δωδώνην δυσχείμερον οίκι' έθεντο οι τ' αμφ' ιμερτόν Τιταρησσόν έργα νέμοντο ός ρ' ές Πηνειόν προίει καλλίρροον ύδωρ...(Ήλθε από την Κύφο ο Γουνεύς με είκοσι δύο πλοία, Ενιήνες (Αινιάνες) και Περραιβούς αντρείους είχε μαζί του, όσοι στην κακοχείμωνη Δωδώνη κατοικούσαν, κι’ όσοι απ’τον Τιταρήσιον ποταμόν (σημερινό Σαραντάπορο) πότιζαν τους αγρούς τους, που χύνει μεσ' τον Πηνειό τα όμορφα νερά του…). Επίσης στην Ιλιάδα (Σ. 587 - 590), γίνεται αναφορά για ποιμένες νομάδες, βοσκοτόπια, πρόβατα, στάνες, ξερόμαντρες και καλύβες: «Έν δε νομόν ποίησε περικλυτός αμφιγύεις εν καλή βήσση μέγαν οιών αργεννάων, σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ιδέ σηκούς. Εν δε χορόν ποίκιλλε περικλυτός αμφιγυήεις…(Ο ξακουστός Κουτσοπόδαρος (στραβοπόδης) έκανε ένα μεγάλο βοσκοτόπι να βόσκουνε πρόβατα και αρνιά, σε όμορφο λαγκάδι και ακόμα στάνες και ξερόμαντρες και σκεπαστές καλύβες…»)

Ο μεγάλος αρχαίος ιστορικός Πλούταρχος (46–127 μ.Χ, "Κεφαλαίων Καταγραφή–Αίτια Ελληνικά" ΤΟΜ. ΙΙ, ΧΙΙΙ), αναφέρει για τους «Αινιάνες» («Ενιήνες»), οι οποίοι όπως προαναφέρθηκε θεωρούνται από πολλούς Ιστορικούς το κυριότερο προγονικό φύλο των «Σαρακατσάνων», τα εξής: «Πλείονες γεγόνασιν Αινιάνων μεταναστάσεις. Πρώτων μεν γάρ οικούντες περί το Δώτιον Πεδίον, εξέπεσον υπό Λαπιθών είς Αίθικας (παρά την Πίνδον οικούντας). Εκείθεν της Μολοσσίας την περί τον Αραούαν χώραν κατέσχον, όθεν ονομάσθησαν Παραούαι. Μετά ταύτα Κίρραν κατέσχον, εν δε Κίρρη καταλεύσαντες Οίνοκλον τον Βασιλέα, του θεού προστάξαντος, είς την περί τον Ίναχον χώραν κατέβησαν οικουμένην υπό Ιναχιέων και Αχαιών (Αχαϊα Φθιώτιδα)…» (Ο Ίναχος είναι παραπόταμος του Σπερχειού ποταμού και έχει τις κύριες πηγές του στην Οξυά. Όσον αφορά τους Ίναχιείς που αναφέρει ο Πλούταρχος προφανώς εννοεί τους Δρύοπες και τους Αγραίους - Γραίους, που κατοικούσαν στην περιοχή αυτή και οι οποίοι αποτέλεσαν αργότερα μαζί με τους Σελλούς - Ελλούς, Δωδωναίους-Αινιάνες, Αθαμάνες, Αίθικες, Δόλοπες, Ακαρνάνες, Θεσπρωτούς και άλλα συγγενικά φύλα μία Ομοσπονδία και περιφέρονταν από περιοχή σε περιοχή για την αναζήτηση των κατάλληλων βοσκοτόπων για τα κοπάδια τους).

Ο ιστορικός ερευνητής Δημήτριος Ε. Ευαγγελίδης, στο ενημερωμένο και επιστημονικά αξιόπιστο: "Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών και Περι-Ελλαδικών Φύλων" (σελ.151-152), σχετικά με το Αρχαιοελληνικό φύλο της Ηπείρου, τους Θεσπρωτούς και την "Ομοσπονδία" των αρχαίων συγγενικών φύλων, αναφέρει τα εξής: «…Οι Αρχαίοι Θεσπρωτοί αποτελούσαν ένα είδος Ομοσπονδίας συγγενικών φύλων, όπως οι Σελλοί οι Γραικοί, οι Παραυαίοι, οι Κασσωπαίοι, οι Έλλοπες, οι Δωδωναίοι Αινιάνες, στην οποία είχαν προσχωρήσει και οι προέλληνες Δρύοπες, οι οποίοι προφανώς ακολουθούσαν τους Θεσπρωτούς στις μετακινήσεις τους […]. Πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι η αρχαία Θεσπρωτία καταλάμβανε πολύ μεγαλύτερη έκταση από τον σημερινό νομό και από το Ιόνιο πέλαγος έφθανε μέχρι την κεντρική Πίνδο και από τον Αμβρακικό κόλπο μέχρι τον ποταμό Θύαμι (Καλαμά) και βορειότερα…»

Όπως είναι γνωστό οι Αινιάνες είναι αυτοί που ονομάζονταν: Σελλοί, Ελλοί, Έλλοπες, Γραικοί, Δωδωναίοι, Κασσωπαίοι, Παραουαίοι κ.ά. Κάθε φορά που μετακινούνταν σε νέα περιοχή έπαιρναν το όνομα της περιοχής. Ήταν γνήσιο ποιμενικό φύλο που μετακινείτο από περιοχή σε περιοχή για την αναζήτηση βοσκοτόπων. Ξεκινώντας από το «Δώτιον πεδίον»  (έτσι ονομαζόταν το ανατολικότερο τμήμα της Θεσσαλικής πεδιάδας, που οριζόταν από την Όσσα, το Πήλιο, τον Όλυμπο, τις Κυνός κεφαλές, και τις λίμνες Βοϊβηϊδα και Νεσσωνίδα) και μέσου της Περραιβίας (Ελασσόνας) και της οροσειράς της Πίνδου έφθασαν έως την Μολοσσίαν και την Αραούαν χώραν (Βόρειο Ήπειρο). Στη συνεχεία πάλι μέσου της οροσειράς της Πίνδου (Αθαμανικά όρη -Τζουμέρκα, Άγραφα, Τυμφρηστός-Βελούχι) βρέθηκαν στα Κίρρα (Ιτέα - Δελφούς). Τελικά ένα μέρος από αυτούς εγκαταστάθηκε (περί το 1200 π.Χ) στις όχθες του παραποτάμου του Σπερχειού Ίναχου και στη συνέχεια απλώθηκε μέχρι τις πηγές του Σπερχειού, σε μικρούς οικισμούς με την ονομασία "Ομίλαι", στην ίδια περιοχή που είναι σήμερα τα χωριά: Πουγκάκια, Παλαιοχώρι και Γαρδίκι Ομιλαίων Φθιώτιδος (Βλ. Σελίδα: Αρχαίοι Χάρτες). Μετά την κυριαρχία των Ρωμαίων και ειδικότερα από το 27 π.Χ, που ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος κατάργησε το "Κοινόν" τους και τους ενσωμάτωσε στο "Κοινόν των Θεσσαλών", άρχισαν να συγχωνεύονται με άλλα Ηπειρωτικά κυρίως φύλα (Αθαμάνες, Αίθικες, Μολοσσούς, Θεσπρωτούς, Ακαρνάνες, Αγραίους, Δόλοπες, κ.α) και μέσου της οροσειράς της Πίνδου (Τυμφρηστός, Άγραφα, Τζουμέρκα), φθάνανε μέχρι την Δωδώνη, το Σούλι, τον Θύαμι ποταμό, καθώς και τις Παραθυάμηδες πεδινές περιοχές της Θεσπρωτίας. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που υστέρησαν στην ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών και δεν έχουμε πολλές πληροφορίες για τον Δημόσιο και τον ιδιωτικό τους βίο. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τους απογόνους τους, σημερινούς «Σαρακατσάνους». Επειδή μετακινούνταν συνεχώς από περιοχή σε περιοχή, για την αναζήτηση βοσκοτόπων, δεν έχουν αφήσει σημάδια ανάπτυξης σε κάποια περιοχή, για το λόγο αυτό υπάρχουν και πολλές απόψεις για την καταγωγή τους. Ότι δηλαδή κατάγονται: από το Σακαρέτσι του Βάλτου (Σακαρετζάνοι), από την Αιτωλοακαρνανία, από τα Ζαγοροχώρια, το Μαλακάσι, το Συρράκο, το Σούλι, τα Άγραφα, την Ευρυτανία, τα Πράμαντα, τα Τζουμέρκα, την Ανατολική Ρωμυλία, ακόμη και από τις μακρινές Συρακούσες της Σικελίας !!!. 

Η αλήθεια είναι ότι οι «Σαρακατσάνοι» από την αρχαιότητα ήταν νομάδες - ποιμένες, η ζωή τους ήταν ένα ταξίδι, μία αδιάκοπη μετακίνηση. Περιφέρονταν στις περιοχές του Τυμφρηστού και των Αγράφων (που ήταν η κοιτίδα τους όπως δηλώνουν οι ίδιοι) και μέσου της οροσειράς της Πίνδου φθάνανε μέχρι και την Βόρειο Ήπειρο, ξεκαλοκαιριάζοντας στα βουνά και ξεχειμωνιάζοντας στα πεδινά, χωρίς δική τους Γη και μόνιμη διαμονή και έχοντας για κατοικία πρόχειρες καλύβες από κλαδιά και ξύλινους πασσάλους, τις οποίες ονόμαζαν «Γραίκια» = κατοικίες των «Γραικών». Την ονομασία αυτή (Γραίκια) την διατήρησαν μέχρι και σήμερα ακόμη οι ποιμένες - νομάδες «Γραικοβλάχοι - σκηνίτες» ή «Σαρακατσάνοι»

Το όνομα "Σαρακατσάνοι", προέκυψε από τον 18ον αιώνα και μετά (την εποχή του Αλή πασά). Μέχρι τότε ονομάζονταν Γραικοί ποιμένες - νομάδες ή Γραικοβλάχοι - σκηνίτες, για να διακρίνονται από την άλλη «φάρα» των ποιμένων - νομάδων, που προέρχονταν από την Βόρειο Ήπειρο και τους οποίους ονόμαζαν "Αρβανιτοβλάχους". Οι απόψεις που προτάθηκαν για την προέλευση του δεύτερου ονόματος των Γραικοβλάχων (Σαρακατσάνοι), ότι δηλαδή κατάγονται: Από το Συρράκο της Ηπείρου ή από το ορεινό χωριό του Βάλτου το Σακαρέτσι ή από τις Συρακούσες της Σικελίας !!! κ.ά, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Επίσης δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και η άποψη ότι το όνομα Σαρακατσάνοι προέρχεται από τις τουρκικές λέξεις καρά που σημαίνει μαύρος και κατσάν που σημαίνει φυγάς ανυπότακτος = Καρα-κατσάνος, διότι η ονομασία τους δεν είναι "Καρα-κατσάνοι", αλλά "Σαρα-κατσάνοι".
Ενδιαφέρουσα άποψη για την ετυμολογία του όνοματός τους, είναι  αυτή του Βασιλείου Σκαφιδά. Ότι δηλαδή η ονομασία των Σαρακατσάνων προήλθε από την "Κουτσοβλάχικη" λέξη σάρκα, που σημαίνει το λευκό μάλλινο πολύ ζεστό επανωφόρι, που μοιάζει με βελένζα ή φλοκάτα και το οποίο φορούσαν πάνω από όλα τα ρούχα τους οι τσοπάνηδες Σαρακατσάνοι, όταν έβοσκαν τα πρόβατά τους και την τουρκική λέξη κατσάν που σημαίνει φυγάς (Σαρ(κ)α- κατσάν = Σαρακατσάνος). Ο λόγος που έγινε αυτός ο διαχωρισμός από τους Κουτσοβλάχους είναι προφανής, ήθελαν να ξεχωρίζουν τους τσοπάνηδες "Σαρακατσάνους" από τους άλλους τσοπάνηδες τους "Αρβανιτοβλάχους" που φορούσαν και αυτοί το ίδιο επανωφόρι, αλλά σε μαύρο χρώμα και τους οποίους ονομάζανε "Καραγκούνηδες" (από την Τουρκική λέξη καρά που σημαίνει μαύρο και την Αλβανική λέξη γκούν, που σημαίνει ένδυμα - επανωφόρι : "καρά - γκούνα" = μαύρο  επανωφόρι). 

Ο Λαογράφος Δημήτριος Λουκόπουλος, σχετικά με την "σεγκούνα" την "σάρκα" και την "φλοκάτα" αναφέρει τα εξής: «…Τη σ ε γ κ ο ύ ν α που ξέρουμε από την περιφέρεια του Πλατάνου, την λένε σ ά ρ κ α. Είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό ένδυμα σε τούτον τον τύπο της ντυμασιάς […] Πιο μακρυά απ’ την Κόνισκα της Αμπρακίας, στον Τέρνο της Ευρυτανίας, παρατηρείται διασταύρωση δύο τύπων στη ντυμασιά, εδώ είναι τα σύνορα  της σ ά ρ κ α ς  και  του  καππιού (κάππας). 
[…] Πιό εκφυλισμένον τύπο Πλατανιώτικης σ ά ρ κ α ς φορούν στα Κραββαροχώρια, που γειτονεύουν με του Λιδωρικιού τα μέρη. Εδώ σεραδώνουν τη σεγκούνα με μαύρα σεράδια. Τη φορούν κι’ άπ’ την ανάποδη κι άπ’ την πρόσωπη. Σ’ άλλα χωριά παραπέρα, όπως στη Βοϊτσά, την Πενταγιούς, την Αρτοτίνα φορούν και σεγκούνες - φ λ ο κ ο τ έ ς χωρίς λαγγιόλια. Όταν βρίσκονται στις δουλειές αφήνουν το φλόκο απ’ όξω, άμα πάνε στην εκκλησία, παγγύρι, γάμο, τις φορούν απ’ την πρόσωπη που έχει και σεράδωμα. Στην Αρτοτίνα, άμα λυποκρατούν οι γυναίκες, φορούν τα σεγκούνια με φλόκο απόξω (ανάποδα) ως τις σαράντα. Στα μέρη τούτα η σεγκούνα είναι γνωστή με το όνομα σεγκούνι, που δε σημαίνει το ίδιο με τη σεγκούνα ή σάρκα. Σεγκούνα φορούσαν και μέσα στο Λιδωρίκι και στα γύρω χωριά. Μάλιστα σε κάμποσα και σήμερα φοριέται το σεγκούνι, αλλά τούτα εδώ τα σεγκούνια γίνονται λαγγιολωτά με πολλά λαγγιόλια και μακριά ως τα πόδια, κάτι σαν φλοκάτες […] Η φ λ ο κ ά τ α είναι ο πρόγονος της πατατούκας, οι ραφτάδες που σήμερα ράβουν πατατούκες εκείνη την εποχή έρραβαν τις φλοκάτες. Γι’ αυτό τότε οι γυναίκες ύφαιναν μάλλινο δίμιτο σκουτί και το έφκειαναν κροσσωτό. Ύστερα το έφερναν και το μαντάνιζαν στο μαντάνι κι’ έτσι έβλεπες ένα ολόλευκο ύφασμα σαν εκείνο που σήμερα ακόμη φκειάχνουν τις τσέργες στα χωριά. Το σχήμα της φ λ ο κ ά τ α ς ήταν διαφορετικό από το σχήμα της πατατούκας. […] Τις καθημερινάδες που βρίσκονταν στις δουλειές τη φορούσαν ανάποδη, όπου είχε φλόκο…». 
Η παραπάνω γλαφυρή ενδυματολογική περιγραφή του λαογράφου Δημητρίου Λουκόπουλου, σχετικά με την σάρκα, την σεγκούνα και την φλοκάτα, που φορούσαν οι Γραικο-ποιμένες - νομάδες, ταυτίζεται με την άποψη του Βασιλείου Σκαφιδά. Ότι δηλαδή η ονομασία των Σαρακατσάνων προήλθε από το πολύ ζεστό μάλλινο επανωφόρι τους, την σάρκα, που έμοιαζε με την φλοκάτα και την τουρκική λέξη κατσάν που σημαίνει φυγάς (Σαρ(κ)α - κατσάν = Σαρα-κατσάν = Σαρακατσάνος). Είναι δηλαδή κάτι αντίστοιχο με την προέλευση της ονομασίας των Αρβανιτοβλάχων - Καραγκούνηδων (Καρά - γκούνα = Μαύρη - γούνα = Καραγκούνης). 

Τέλος, κλείνοντας το θέμα της ονομασίας των Σαρακατσάνων, θα ήταν παράλειψή μου να μην αναφέρω και μία επιχώρια άποψη (Τυμφρηστός - Βελούχι, Άγραφα, Αθαμανικά όρη - Τζουμέρκα), η οποία θέλει την ονομασία αυτή να προέρχεται από την λέξη Σάρα, που σημαίνει απότομη πλαγιά και την λέξη κατσάν, που σημαίνει φυγάς (Σάρα - κατσάν = Σαρα-κατσάν(ος). Η ονομασία αυτή προέκυψε κατά την τελευταία περίοδο της τουρκοκρατίας και συγκεκριμένα την εποχή του Αλή πασά, ο οποίος είχε μεγάλες συγκρούσεις με τους επαναστάτες Γραικο-ποιμένες (Δίπλα, Κατσαντώνη, Λεπενιώτη, Χασιώτη, Τσιόγκα, Μακρή, Λιακατά, Στουρναραίους κ.α). Την περίοδο αυτή έγιναν και οι μεγάλες μετακινήσεις των Γραικο-ποιμένων από τις περιοχές του Τυμφρηστού και των Αγράφων, που θεωρείται και η κοιτίδα τους (όπως δηλώνουν οι ίδιοι), προς άλλες περιοχές (Μακεδονία, Θράκη, Βουλγαρία, Σκόπια, Μολδο-Βλαχία, κ.α), προκειμένου να προστατευθούν από τις διώξεις του Αλή πασά. Συνεπώς οι ανυπότακτοι- φυγάδες (κατσάνοι) Γραικο-ποιμένες που μετακινούνταν μέσα από τις απότομες βουνοπλαγιές (σάρες) και δεν μπορούσαν να τους ακολουθήσουν τα στρατιωτικά σώματα του Αλή πασά, ονομάσθηκαν από τους Τούρκους "Σαρα-κατσάνοι". Επίσης, την περίοδο αυτή τα κοπάδια των Σαρακατσάνων αποτελούνταν από πρόβατα που είχαν μόνο μαύρο χρώμα (λάϊο), για να μην διακρίνονται από μακριά και γίνονται αντιληπτοί από τους Τούρκους. Γι'αυτό και το Σαρακατσάνικο τραγούδι λέει: "Βελούχι μου περήφανο κι' οξυά ζωγραφισμένο λιώσε τα χιόνια γρήγορα να χορταριάσει ο τόπος να β'γούν οι βλάχοι στα βουνά οι Σαρακατσαναίοι πού'χουν τα λάγια (μαύρα) πρόβατα με τα λαμπρά κουδούνια..."          
     
Οι Σαρακατσάνοι δεν συγχρωτίζονταν και δεν ανακατώνονταν με τους άλλους νομάδες και ημινομάδες, είχαν γενικώς αυστηρή και απόλυτη ενδογαμία που διατηρήθηκε έως τα τελευταία χρόνια. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας δεν αναφέρθηκε καμία περίπτωση εξισλαμισμού Σαρακατσάνου. Μετακινούμενοι διαρκώς στα βουνά και τους κάμπους ως σκηνίτες, διατήρησαν την γνησιότητά τους και την Ελληνική γλώσσα μέσα στους αιώνες, ενώ άλλοι συμπατριώτες τους έγιναν δίγλωσσοι ή και ξέχασαν την Ελληνική γλώσσα. Δεν έμειναν μόνο αυστηρά Ελληνόφωνοι μέσα στους αιώνες, αλλά υπήρξαν θερμοί, τίμιοι και αγνοί πατριώτες και έλαβαν μέρος σε όλους τους αγώνες του Έθνους με πολλούς επώνυμους και ανώνυμους αγωνιστές. Τα ψηλά βουνά που κατοικούσαν οι πληθυσμοί αυτοί, από την Πίνδο, τα Άγραφα και τα Βαρδούσια, ανάστησαν και έθρεψαν την Κλεφτουργιά. Η μεγάλη ηγετική μορφή της Επανάστασης ο Καραϊσκάκης, ο Κατσαντώνης και τα αδέλφια του (ο Κώστας, που γεννήθηκε στη Λεπενού Αιτωλοακαρνανίας και πήρε το επίθετο Λεπενιώτης, και ο Γιώργος, που γεννήθηκε στα Χάσια και πήρε το επίθετο Χασιώτης), ο Τσιόγκας, ο Μακρής, ο Δίπλας (θείος και νουνός του Κατσαντώνη, την κόρη του Δίπλα, Αρετή, είχε παντρευτεί ο πατέρας του Κατσαντώνη Γιάννης Μακρυγιάννης), ο Δήμος Μπουκουβάλας (Γερο-Δήμος), ο Γιώργος Μπακόλας, οι Ντιμισκαίοι (η μητέρα του Γεωρ. Καραϊσκάκη ήταν αδελφή του Κώστα Ντιμισκή), οι Λιακαταίοι, οι Συκάδες, οι Βλαχόπουλοι, οι Στουρναραίοι του Ασπροποτάμου, οι Ακριδαίοι, ο Γιαννάκης Στράτος, ο Μπαταριάς, ο Καρατάσος (Τσάμης), ο Γαρέφης, ο Βαϊνάς είναι μερικά ονόματα από τους Σαρακατσάνους Κλέφτες και Οπλαρχηγούς, αλλά υπάρχουν χιλιάδες ακόμη ονόματα Κλεφτών και Οπλαρχηγών της οικογενείας των Σαρακατσάνων- Βλάχων που θυσίασαν την ζωή τους για την ελευθερία της Ελλάδος, τα ονόματα των οποίων δυστυχώς δεν έγιναν γνωστά και δεν θα τα μάθουμε ποτέ. Στα «Γραίκια» - κονάκια των Σαρακατσάνων μαζεύονταν πολλές φορές οι Κλέφτες και Οπλαρχηγοί για να πάρουν αποφάσεις και να συντονίσουν τη δράση τους, μαζί με τους Τσελιγκάδες. Η αφορμή των σχέσεων αδελφοσύνης και φιλίας μεταξύ των βοσκών και των Κλεφτών, δεν ήταν μόνο οι συγγενικές σχέσεις που είχαν μεταξύ τους, αλλά και το μεγάλο μίσος κατά των Τούρκων που ήταν κοινός εχθρός τους.

[ Στην περιοχή που βρίσκονται σήμερα τα χωριά: Παλαιοχώρι Τυμφρηστού (Ομιλαίων) Φθιώτιδος (Θέση: Μπόρσια), Πουγκάκια Τυμφρηστού (Ομιλαίων) Φθιώτιδος (Θέση: Βλάχικο), Γαρδίκι Ομιλαίων Φθιώτιδος (Θέση: Κουτσούφλιανη), αλλά και την ευρύτερη περιοχή ολόκληρης της Δυτικής Φθιώτιδος, κατοικούσαν οικογένειες "Σαρακατσάνων". Σύμφωνα με την παράδοση, σε μία οικογένεια "Σαρακατσάνων" που κατοικούσε στη θέση "Βλάχικο" (σημερινό συνοικισμό των Πουγκακίων Φθιώτιδος), είχε φιλοξενηθεί ο Γεώργιος Καραϊσκάκης όταν ήταν βαριά άρρωστος από φυματίωση. Ενδεικτικά αναφέρονται μερικά ονόματα "Σαρακατσάνων" που κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή (Ράχη Τυμφρηστού - Οξυά - Βαρδούσια - Κράβαρα): Μπόρσας, Μπούρχας, Τσιαχρής, Καριαμπάς, Καρακώστας, Μπαμπαλής, Σιούτης, Τσιάκας, Λιάκος, Λιάγκας, Φλέγγας, Φλώρος, Γαλανός, Γιαννακός, Σπανός, Κωστούλας, Κονδύλης, Καλλιώρας, Κατσίκας, Παταριάς, Νάκας, Τραχανάς, Ακρίδας, Πολύζος, Λάμπου, Νταρλαδήμας, Μπαλής, Ρήγας, Δανιήλ, Μπακογιάννης, κ.α Επίσης, σε κοντινή περιοχή από το σημερινό συνοικισμό "Βλάχικο" Πουγκακίων Τυμφρηστού (Ομιλαίων) Φθιώτιδος, βρίσκεται μία θέση που ονομάζεται "Χαλίκι" και λίγο πιο πάνω από τη θέση "Χαλίκι" υπάρχει άλλη θέση που ονομάζεται "Μουτσιάρα". Στις θέσεις αυτές υπήρχαν μέχρι πριν λίγα χρόνια στάνες - "Γραίκια" Σαρακατσάνων - Βλάχων. Σύμφωνα με μαρτυρίες ηλικιωμένων κατοίκων της περιοχής, οι Βλάχοι - Σαρακατσάνοι που εγκαταστάθηκαν στο Βλάχικο Πουγκακίων και τις θέσεις "Χαλίκι" και "Μουτσιάρα" έχουν απώτερη καταγωγή τα χωριά "Χαλίκι" και "Μουτσιάρα" της περιοχής Ασπροποτάμου Αθαμανίας (Τζουμέρκων), όπου κατοικούσαν στην αρχαιότητα οι "Αίθικες" που είχαν στενές σχέσεις με τους "Αινιάνες, όπως αναφέρει ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός (46 - 120 π.Χ) Πλούταρχος Κεφαλαίων καταγραφή, Αίτια Ελληνικά) ",,,Πλείονες γεγόνασιν Αινιάνων μεταστάσεις. Πρώτον μεν γαρ οικούντες περί το Δώτιον πεδίον εξέπεσον υπό Λαπιθών εις Αίθικας (παρά την Πίνδον οικούντας). Εκείθεν της Μολοσσίας την περί την Αραούραν χώρα κατέσχον, όθεν ονομάσθησαν Παραούαι. Μετά ταύτα Κίρραν κατέσχον, εν δε Κίρρη καταλεύσαντες Οίνοκλον τον Βασιλέα του θεού προστάξαντος, εις την περί τον Ίναχον χώραν κατέβησαν οικουμένην υπό Ιναχιέων και Αχαιών ..." ΤΟΜ. ΙΙ, ΧΙΙΙ).].   

Και οι τρεις βλάχικες φάρες (Γραικο-βλάχοι, Αρβανιτο-βλάχοι, Κουτσο-βλάχοι), προέρχονται από την «Ομοσπονδία» των αρχαίων Ελληνικών φύλων που ήταν νομάδες ποιμένες (Αινιάνες, Δωδωναίοι, Σελλοί ή Ελλοί, Γραικοί, Θεσπρωτοί κ.λ.π), είχαν κοινή καταγωγή και κοινή κοιτίδα– πατρίδα την ραχοκοκαλιά της Πίνδου, από την οποία μετακινούνταν σε άλλες περιοχές της Ελλάδος, αλλά και εκτός αυτής. 
Και οι τρεις βλάχικες φάρες χρησιμοποιούσαν την «Ελληνική γλώσσα». Οι Γραικοβλάχοι (Σαρακατσάνοι), την Ελληνική γλώσσα κατ’ αποκλειστικότητα. Οι Κουτσοβλάχοι, την Ελληνική παράλληλα με το μικτό μόρφωμα της Ελληνο-λατινικής, τη λεγόμενη «Κουτσοβλάχικη» και οι Αρβανιτοβλάχοι, την Ελληνική παράλληλα με το μικτό μόρφωμα της Αλβανο-λατινικής την λεγόμενη «Αρβανίτικη». 
Και οι τρεις βλάχικες φάρες ήταν «Χριστιανοί και μάλιστα Ορθόδοξοι», ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, οι μεν «Γραικοβλάχοι» και «Αρβανιτοβλάχοι» αποκλειστικά με την νομαδική κτηνοτροφία (ποιμένες - σκηνίτες), οι δε Κουτσοβλάχοι κατά πλειονότητα, γιατί ένα μέρος από αυτούς ασχολούνταν και με άλλα επαγγέλματα, κυρίως με τις μεταφορές (κυραντζήδες) ράφτες, υποδηματοποιοί, κτίστες κ.λ.π. 
Και οι τρεις βλάχικες φάρες, είχαν «ακραιφνή Ελληνική συνείδηση» και αγωνίσθηκαν μαζί με τους άλλους Έλληνες, τόσο κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας, όσο και κατά την Επανάσταση του 1821 και τους μετέπειτα αγώνες τους Έθνους. Για όσους αμφισβήτησαν την Ελληνικότητα των Βλάχων, με διάφορα ξενοκίνητα αυτονομιστικά εγχειρήματα, λόγου του ιδιαίτερου γλωσσικού ιδιώματος (Ελληνο-λατινικά), υπάρχει η αυταπόδεικτη απάντηση που είναι τα κοινά ήθη και έθιμα, οι χοροί, η Θρησκεία και η ενδυμασία με «Φουστανέλλα». Η Φουστανέλλα, κατ’εξοχήν ένδυμα των βλάχων, είναι η συνέχεια της πολεμικής εξάρτησης του Αχιλλέα και των στρατιωτών του (Χαλκοχιτώνες –Χαλκοθώρακες) καθώς και των Ελλήνων στρατιωτών των ιστορικών χρόνων (Ελληνικών πολεμικών θωράκων), που κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας προστέθηκαν στο κάτω μέρος πτυχές (κάθε χρόνο σκλαβιάς και μία). Η ονομασία της Φουστανέλλας δεν προέρχεται από την γυναικεία «φούστα», όπως νομίζουν ορισμένοι, αλλά προέρχεται από την λατινική λέξη «Φούστ», που σημαίνει πολεμική ενδυμασία, Φουσάτο, εξ' ού και το εμβατήριο: ... των εχθρών τα φουσάτα περάσαν... κ.λ.π. Συνεπώς: Φούστ - Ελλάς = Φουστανέλλα = πολεμική ενδυμασία των Ελλήνων. [Για την πολεμική ενδυμασία του Αχιλλέα και των Ελλήνων – Μυρμιδόνων – Αχαιών στρατιωτών του, δηλαδή τους «Χαλκοχιτώνες – Χαλκοθώρακες», γίνονται πολλές αναφορές από τον Όμηρο στην Ιλιάδα (Ραψωδίες: Γ. 251, Δ. 136, Κ. 21, Π.173, Σ.105). Επίσης, γίνονται αναφορές από τον Όμηρο και για τους «Ευζώνους» (τους καλά ζωσμένους με τα όπλα), στην Ιλιάδα (Ψ. 128– 130, Ψ. 256 – 261). Η λέξη Εύζωνας είναι Ομηρική λέξη και σημαίνει τον καλά "ζωσμένο" με όπλα: "...Αχιλλεύς αυτίκα Μυρμιδόνεσσι φιλοπτολέμοισι κέλευσε χαλκόν ζώννυσθαι ..."(ο Αχιλλέας πρόσταξε τους φιλοπόλεμους Μυρμιδόνες να "ζωστούν" με τους χαλκοθώρακες και τα όπλα) Ιλιάδα Ψ. 128-130. Επίσης, σε άλλο στίχο της Ιλιάδας (ψ.256-261): "... Αχιλλεύς αυτού λαόν έρυκε και ίζανεν ευρύν αγώνα [...] ευζώνους πόλιον τε σίδηρον..." (Βλ. Εξοπλισμό των Μυρμιδόνων)]

Ότι η «Φουστανέλλα» είναι η εξέλιξη της πολεμικής «ενδυμασίας» του Αχιλλέα και των Ελλήνων στρατιωτών των ιστορικών χρόνων, προκύπτει από ζωγραφιά του Αχιλλέα που βρέθηκε πάνω σε Αττικό ερυθρόμορφο αμφορέα (της περιόδου περί το 450 π.Χ), στην οποία εμφανίζεται ο Αχιλλέας με «Χαλκοθώρακα». Την ίδια περίοδο (480 π.Χ) στη μάχη των Θερμοπυλών, η πολεμική εξάρτηση των Ελλήνων στρατιωτών ήταν οι «Ελληνικοί Θώρακες», οι οποίοι είναι αντίγραφα των «Χαλκοχιτώνων - Χαλκοθωράκων» των Ελλήνων - Μυρμιδόνων στρατιωτών του Αχιλλέα.  [Βλ. Συν. Φωτο-Ζωγραφιά του Αχιλλέα με την πολεμική του εξάρτηση τον Χαλκοθώρακα, πάνω σε ερυθρόμορφο αμφορέα του 450 π.Χ. (Μουσείο Βατικανού), τους Ελληνικούς πολεμικούς θώρακες, στη μάχη των Θερμοπυλών το 480 π.Χ. (Κων/νος Παπαρρηγόπουλος, “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους” Τ. 2, Σελ. 80) και Φωτο με τους Ευζώνους, στην Προεδρική Φρουρά σήμερα]. 

Είναι τυχαίο ότι όλες οι φάρες των Βλάχων έχουν κοινό ένδυμα τη Φουστανέλλα, κοινούς χορούς, κοινά ήθη και έθιμα, κοινή Θρησκεία και μάλιστα Χριστιανοί Ορθόδοξοι και όχι Καθολικοί ; 
Επίσης, είναι τυχαίο ότι οι όλες φάρες των Βλάχων ονόμαζαν τις πρόχειρες κατοικίες τους «Γραίκια» = κατοικίες των «Γραικών» ; 
[Όπως προαναφέρθηκε οι «Αινιάνες», οι οποίοι θεωρούνται πρόγονοι των «Γραικοβλάχων ή Σαρακατσάνων», ονομάζονταν και Σελλοί και Ελλοί και Γραικοί. Επίσης, σύμφωνα με τον Παυσανία (Χ- 2, 8) οι «Αινιάνες» ισχυρίζονταν ότι ήταν απόγονοι του Αχιλλέα και μάλιστα υπερηφανεύονταν γι’αυτό]. 

Το «μόρφωμα διαλέκτου», το οποίο μιλούσαν οι εκλατινισθέντες - λατινόφωνοι Έλληνες = Βλάχοι της Ηπείρου, της ορεινής Θεσσαλίας της Μακεδονίας και των άλλων περιοχών της Ελλάδος, που ονομαζόταν «Βλάχικη διάλεκτος», συγγενεύει με το «μόρφωμα διαλέκτου», που μιλούσαν οι Έλληνες από το «Άρβανον» της Βορείου Ηπείρου και το οποίο ονομαζόταν «Αρβανίτικη διάλεκτος». Προήλθε από τον «εκλατινισμό» των κατοίκων της Ελλάδος και της Βορείου Ηπείρου, κατά την μακρόχρονη παραμονή των Ρωμαίων στις περιοχές αυτές. Τόσο η «Ελληνική Βλάχικη διάλεκτος» (Ελληνο-λατινικά) όσο και η «Αρβανίτικη διάλεκτος» (Ελληνο-Αλβανο-λατινικά), είναι προφορικές γλώσσες και δεν έχουν γραπτή εκπροσώπηση. Συνεπώς η πρωτοβουλία του Συλλόγου Βλάχων Βέροιας, να δημιουργήσει γραπτή "Βλάχικη γλώσσα" και να την διδάξει, θα πρέπει να πέσει στο κενό. Η Ελληνική Βλάχικη διάλεκτος έχει περισσότερες Ελληνικές λέξεις και λιγότερες Λατινικές και Αλβανικές, ενώ η Αρβανίτικη διάλεκτος έχει περισσότερες Αλβανικές λέξεις και λιγότερες Λατινικές και Ελληνικές ("Ετυμολογικό Λεξικό Κουτσουβλάχικης" Νικολάου Νικολαϊδη).

Ο Κοσμάς ο Αιτωλός (1714 – 1779), ο Εθνομάρτυρας και Άγιος της Εκκλησίας, ο διδάσκαλος και φωτιστής του Ελληνικού Γένους, για να περιορίσει και να εξαφανίσει από τους Έλληνες τη χρήση του Βλάχικου και του Αρβανίτικου γλωσσικού ιδιώματος, είχε φθάσει σε σημείο να δηλώσει: «…Όποιος Χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, υπόσχεται μέσα στο σπίτι του να μη κουβεντιάζει Βλάχικα και Αρβανίτικα, άς σηκωθεί επάνω να μου είπη και να πάρω όλα τα αμαρτήματα είς τον λαιμόν μου, από τον καιρόν όπου εγεννήθηκε έως τώρα και να βάλω όλους τους Χριστιανούς να τον συγχωρέσουν…». Ο «Πατροκοσμάς» υπήρξε απόστολος όχι μόνο της Ορθόδοξης πίστης, αλλά και της Ελληνικής παιδείας. Η παιδεία που διέδιδε ο Πατροκοσμάς απέβλεπε στην αναγέννηση του Έθνους και επειδή δεν υπήρχαν σχολεία έλεγε να μετατρέψουν τις Εκκλησίες σε σχολεία: «…για να συντελέσουν εις την διαφύλαξιν της ελευθερίας της πατρίδος μας…» […] Αι πολλαί Εκκλησίαι ούτε διατηρούν, ούτε ενισχύουν την πίστη μας. Η πίστη μας δεν εστερεώθει από αμαθείς Αγίους, αλλά από σοφούς και πεπαιδευμένους. Η Εκκλησία μας είναι εις την Ελληνικήν και αν δεν σπουδάσεις Ελληνικά, δεν ημπορείς να καταλάβεις εκείνα που ομολογεί η Εκκλησία μας…». Με υπονοούμενα και συμβολικές φράσεις, προσπαθούσε να εμπνεύσει στις ψυχές των υποδούλων Ελλήνων τον πόθο της παλιγγενεσίας και να συντηρήσει την ελπίδα για την έλευση του «ποθούμενου». Ο Πατρο–Κοσμάς θανατώθηκε στις 23-8-1779 στη Βόρειο Ήπειρο στις όχθες του ποταμού Αψός (εορτάζεται στις 24 Αυγούστου), ενώ προσπαθούσε να διδάξει την Ελληνική γλώσσα στους Έλληνες της περιοχής αυτής που δεν μιλούσαν την μητρική τους γλώσσα την Ελληνική, αλλά μιλούσαν το ιδίωμα της «Αρβανίτικης» και την «Βλάχικης». 

Από το 1860 μέχρι το 1913 η Ρουμανία οργάνωσε συστηματική και πολυδάπανη προπαγάνδα για προσηλυτισμό των Βλάχων σε ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων. Προγραμμάτισε και ενίσχυσε τη συγγραφή πλήθους κειμένων με θέμα την προέλευση των Βλάχων από τη Δακία ώστε να δίνεται η εντύπωση ύπαρξης αλύτρωτων Ρουμάνων. To 1905 πέτυχε, με διάταγμα του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ (κάτω από την πίεση της Γερμανίας και Αυστροουγγαρίας), να αναγνωρισθεί Κουτσοβλάχικη εθνότητα !!! (Ρουμανική μειονότητα) μέσα στη Βαλκανική Οθωμανική αυτοκρατορία και ίδρυσε σχολεία σε εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και αργότερα της Ελλάδος. Όμως η πλειονότητα των Ελλήνων Βλάχων παρέμεινε αμέτοχη, απέρριψε την κηδεμονία της Ρουμανίας και διέσωσε την Ελληνικότητά της συνεχίζοντας να μορφώνεται με την Ελληνική παιδεία, να περιφρονεί τους λίγους Ρουμανίζοντες Ελληνες που ακολούθησαν τη Ρουμανική προπαγάνδα και να παλεύει για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου και την προσάρτησή τους στην Ελλάδα.         

Τα διάφορα ξενοκίνητα αυτονομιστικά εγχειρήματα του 1917 και του 1941- 44 είχαν παταγώδη αποτυχία, παρά την Ρουμανική προπαγάνδα με τεράστια οικονομικά μέσα, πιέσεις, διωγμούς, φοβερή βία και άλλες τρομοκρατικές μεθόδους. Τα φωνολογικά δεδομένα που υπάρχουν (ποιμενικοί και αγροτικοί όροι), διαφοροποιούν την "Αρωμουνική" (Ελληνική Βλάχικη) από την Ρουμανική. Στην "Αρωμουνική" υπάρχουν και αρκετές αρχαίες Ελληνικές λέξεις (Ομηρικές), που αποτελούν Ελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα, ενώ στην Ρουμανική οι λέξεις αυτές είναι άγνωστες, συνεπώς η διαφοροποίηση είναι ουσιαστική. Επίσης, στην "Αρωμουνική (Ελληνική Βλάχικη) λείπουν οι Δακικές λέξεις που υπάρχουν στη Ρουμανική γλώσσα. Για τον λόγο αυτό οι Έλληνες Βλάχοι και μετά την επίσημη υπαγωγή τους σε «Ρουμανική μειονότητα», κατά την Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913, συνέχισαν την Εθνική Ελληνική αντίσταση κωφεύοντας στα δελεαστικά κηρύγματα και απορρίπτοντας πλουσιοπάροχες παραχωρήσεις. Έγγραφα από το αρχείο του Ρουμανικού Υπουργείου Εξωτερικών αποδεικνύουν τις προσπάθειες της Ρουμανίας να προσεταιριστεί τους Έλληνες Βλάχους. Είναι γνωστό ότι σε κάθε οικογένεια Ελλήνων Βλάχων, που συγκατένευε στην εγγραφή του παιδιού της σε Ρουμανικό σχολείο, θα δινόταν συσσίτιο, θα αντικαθίστατο η καλύβα τους με πέτρινο σπίτι, θα δινόταν μηνιαίο επίδομα αρκετό για την συντήρησή της, κ.ά. Όμως οι Έλληνες Βλάχοι δεν υπέκυψαν στον πειρασμό προτιμούσαν τα Ελληνικά σχολεία και κατέστησαν άχρηστα τα διπλωματικά, εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά προνόμια των Ρουμάνων. Διότι οι Έλληνες Βλάχοι, αν και λατινόφωνοι, εμφορούνται από γνήσια Ελληνικά φρονήματα και παρά τις αντιξοότητες πρωτοστάτησαν στον Αγώνα για την Εθνική αναγέννηση του Ελληνισμού. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου I. Coteanu, διακηρύσσει το 1959, ότι: «…οι Έλληνες Βλάχοι ποτέ δεν είχαν συνείδηση ότι αποτελούσαν μέρος του Ρουμανικού λαού». 

Το τελευταίο διάστημα εμφανίστηκαν σχολεία στη Βέροια και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος, που δηλώνουν ότι διδάσκουν την «Βλάχικη γλώσσα» και προσελκύουν μικρά παιδιά Ελλήνων Βλάχων. Όπως όμως προαναφέρθηκε, τόσο η «Βλάχικη» όσο και η «Αρβανίτικη» διάλεκτος είναι προφορικές γλώσσες και δεν έχουν γραπτή εκπροσώπηση, συνεπώς τα σχολεία αυτά δεν διδάσκουν το ιδίωμα της Ελληνο-βλάχικης διαλέκτου αλλά την Ρουμανική γλώσσα που έχει κάποιες κοινές λατινικές λέξεις με την Ελληνο-βλάχικη διάλεκτο. Η Ελληνική πολιτεία θα πρέπει να προσέξει πάρα πολύ αυτό το θέμα διότι πρόκειται για διδασκαλία της Βλαχο- Ρουμανικής γλώσσας και όχι της Βλαχο- Ελληνικής. Όπως προαναφέρθηκε, οι σημερινοί Ρουμάνοι είναι εκλατινισμένοι = Βλάχοι Δάκες (Δακορουμάνοι) και δεν έχουν καμία σχέση με τους εκλατινισμένους = Βλάχους Έλληνες. Η γλώσσα των Δακο-ρουμάνων Βλάχων αποτελείται κατά το πλείστον από λέξεις Δακικές και Λατινικές, ενώ η γλώσσα των Ελλήνων Βλάχων αποτελείται κατά το πλείστον από λέξεις Ελληνικές και Λατινικές. Εάν δεν ξεκαθαρίσουν τα πράγματα από την αρχή, δηλαδή να γνωρίζουν οι μαθητές ότι η γλώσσα που διδάσκονται είναι η Ρουμανική (που προσομοιάζει με την Ελληνο - Βλάχικη, χωρίς όμως να είναι η Ελληνο -Βλάχικη), υπάρχει μεγάλος κίνδυνος στο μέλλον να τεθεί θέμα Ρουμανικής μειονότητας συνεπεία του γλωσσικού και τότε θα είναι πολύ αργά.  

Ο Ιωάννης Γ. Βορτσέλας, καθηγητής φιλόλογος και συγγραφέας του σπάνιου βιβλίου "Φθιώτις" 1907, σελ. 295, αναφέρει τα εξής: «…Η νεωτέρα έρευνα (R. Roseher Romanisehe  studien 1871, σελ. 73-145. Hopf, Τόμ. 85. σελ. 164-165), διακρίνει έν τοις Βλάχοις δύο κύρια Τμήματα. Οι Βόρειοι Βλάχοι οι αποτελούντες το κύριον πλήθος των Βλαχικών καλουμένων λαών, οι Δακορρωμάνοι, κατάγονται έκ των Ρωμαίων εποίκων και των εκρωμανισμένων Δακών, ούς ο αυτοκράτωρ Αυρηλιανός, κατά το 271 μ.Χ έκ της αρχαίας Δακίας μετώκησεν είς την Μοισίαν, έτι δε εκ των λειψάνων των πολυαρίθμων Ρωμαίων οικητόρων, των παρά τον Δούναβιν Ρωμαϊκών πόλεων. Το δε μικροτέραν έκτασιν έχον νότιον τμήμα, οι Βλάχοι της Μακεδονίας και της ορεινής Θεσσαλίας, οι πλείστα έχοντες στοιχεία Ελληνικά έν τη γλώσση και τοις έθεσιν αυτών, προήλθον έκ του εκρωμανισθέντος μέρους των έν Θράκη, Μακεδονία και έν τισιν Ελληνικές χώραις, και έν ταις ορειναίς της Θεσσαλίας οικούντων άλλων τε και Ελληνικών λαών. Ούτοι οι Αρουμάνοι ή Κουτσοβλάχοι, ουδεμίαν σχέσιν έχουσι προς τους πέραν του Δουναβίου Βλάχους, ών ουδέ την γλώσσαν εννοούσι καλώς, διότι η μέν γλώσσα των πέραν του Δουναβίου οικούντων Βλάχων αποτελείται κατά το πλείστον έκ λέξεων Λατινικών και Δακικών, η δε των Βλάχων της Μακεδονίας και της ορεινής Θεσσαλίας αποτελείται κατά το πλείστον έκ λέξεων Λατινικών και Ελληνικών, ως συνάγεται έκ της ετυμολογίας των λέξεων εκατέρας των γλωσσών τούτων...» (ίδε Λεξικόν Νικ. Νικολαϊδου). 

Στην Εγκυκλοπαίδεια "Νέα Δομή", μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα εξής: «Βλάχοι», έτσι ονομάσθηκαν οι εκλατινισμένοι κάτοικοι της Βαλκανικής που κατά το μεγαλύτερο μέρος τους γλωσσικά εκρωμανίστηκαν, όπως έγινε με τους Ιλλυριούς της Αλβανίας. […] Οι Βλάχοι της Ελληνικής Πίνδου απόδειξαν και στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και περισσότερο στην τουρκοκρατία ότι είχαν σφυριλατήσει τον ίδιο Εθνικό χαρακτήρα με τους συντοπίτες τους Ελληνόφωνους. Διακρίθηκαν στους Εθνικούς αγώνες εναντίον των Τούρκων, ονομαστές Βλάχικες οικογένειες αρματολών και κλεφτών και αργότερα Εθνικών ευεργετών. Μία αποτυχημένη απόπειρα δημιουργίας διάστασης με το Ελληνικό στοιχείο και αναζωπύρωσης του δήθεν Ρουμανικού Εθνισμού των Βαλκανίων έκανε ο Μουσολίνι, στην περίοδο της κατοχής (1941 -1944), με την ανακήρυξη της περιοχής της Πίνδου σε «Πριγκιπάτο της Πίνδου». Για την αναμφισβήτητη Ελληνικότητα των Βλάχων (Γραικοβλάχων & Αρβανιτοβλάχων), μιλάει ο αγωνιστής του 1821 Νικόλ. Κασομούλης…» 

Συμπέρασμα: Ο όρος «Βλάχος ή Αρωμάνος», εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο όταν άρχισε η Ρωμαϊκή κυριαρχία και ο «εκλατινισμός» των Ευρωπαϊκών χωρών αρχικά και έν συνεχεία των Βαλκανικών (3ο και 2ο π.Χ αιώνα). Εκλατινισμένοι πολίτες (λατινόφωνοι) = «Βλάχοι» υπήρξαν σε όλα τα κράτη, όμως η Εθνική συνείδηση του κάθε εκλατινισμένου πολίτη ήταν διαφορετική από κράτος σε κράτος. Δηλαδή, οι Έλληνες «εκλατινισθένες» (Έλληνες - Βλάχοι) είχαν Ελληνική Εθνική συνείδηση. Οι Δάκες «εκλατινισθένες» (Δακο-ρουμάνοι - Βλάχοι) είχαν Ρουμανική Εθνική συνείδηση. Οι Σλάβοι «εκλατινισθέντες» (Σλάβοι - Βλάχοι) είχαν Σλαβική Εθνική συνείδηση κ. ο. κ

Επίσης, ο όρος «Αρβανιτοβλάχος», εμφανίσθηκε την ίδια περίοδο και αφορούσε κυρίως τον «εκλατινισμένο – λατινόφωνο» νομάδα – ποιμένα, που προερχόταν από την πόλη  ή περιοχή «Άρβανον», αλλά και την ευρύτερη περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Οι «Αρβανιτοβλάχοι» είχαν πάντοτε Ελληνική Εθνική συνείδηση, διότι ήταν Έλληνες απόγονοι των «Θεσπρωτών», των «Γραικών», των «Σελλών ή Ελλών», των «Ελλόπων», των «Δωδωναίων Αινιάνων» και των άλλων αρχαίων Ελληνικών φύλων. Συνεπώς, οι «Αρβανιτοβλάχοι» που βρίσκονται σήμερα στην Ελλάδα δεν αποτελούν κάποια ξεχωριστή φυλή που εξελληνίστηκε, αντιθέτως αυτό το τμήμα του Ελληνισμού που βρέθηκε κατά την Ρωμαϊκή κυριαρχία στη Βόρειο Ήπειρο «εκλατινίστηκε». Το μόρφωμα της διαλέκτου που αποτελεί «κράμα» αρχαίων Ελληνικών, Ιλλυρικών, και Λατινικών λέξεων και το οποίο ονομάζεται «Αρβανίτικη» διάλεκτος, επεκράτησε κατ’ανάγκη λόγω της Ιστορικής συγκυρίας και μάλιστα είναι μόνο προφορική διάλεκτος. Η κάθε προσπάθεια που γίνεται σήμερα από ορισμένους απογόνους των «Αρβανιτο-βλάχων», για την διατήρηση της «Αρβανίτικης» διαλέκτου όχι μόνο δεν έχει κάποια έννοια, αλλά θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ύποπτος και αντεθνική. Τόσο η «Αρβανίτικη» διάλεκτος όσο και η «Βλάχικη», χρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες πολίτες των συγκεκριμένων περιοχών και μόνο για εκείνη την δύσκολη για τον Ελληνισμό χρονική περίοδο. Αυτά δεν τα λέγω μόνο εγώ σήμερα, τα έλεγε ο πατρο-Κοσμάς ο Αιτωλός πριν από 230 περίπου χρόνια, αλλά και ο Αδαμάντιος Κοραής κ.ά. [ Η Ελληνική γλώσσα είναι η αρχαιότερη, η τελειότερη και η μητέρα όλων των άλλων γλωσσών. Όλες οι Ευρωπαϊκές γλώσσες είναι ιδιώματα της Ελληνικής Γλώσσας, όποια λέξη και να εξετάσετε θα δείτε ότι η ρίζα της προέρχεται από κάποια Ομηρική λέξη ή είναι παράφραση αυτής. Επομένως δεν έχουμε ανάγκη να δανειζόμαστε ξένες λέξεις κακόηχες και μάλιστα αντιαισθητικές. Όπως για παράδειγμα οι λέξεις «μαγαζί» και «μαγαζάτορες», που μας βομβαρδίζουν καθημερινώς τα κανάλια, ενώ υπάρχουν οι αντίστοιχες Ελληνικές λέξεις «κατάστημα» (αρχ. Ελλ. λέξη = καθίστημι) και «καταστηματάρχης». (Καταστηματάρχης = ο Άρχοντας του καταστήματος και όχι ο … Άτορας !!! Μαγαζάτορας). Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλες περιπτώσεις, αλλά για την οικονομία του χώρου δεν θα το κάνω]. Οι απόγονοι των «Αρβανιτοβλάχων» θα πρέπει να αισθάνονται υπερήφανοι για την καταγωγή τους, διότι οι προγονοί τους από το «Άρβανον» της Βορείου Ηπείρου, μαζί με τους «Γραικοβλάχους» της Κεντρικής Ελλάδος, διατήρησαν την Ελληνικότητά τους περισσότερο από όλους τους άλλους Έλληνες. Όσον αφορά το «Αλβανο-λατινικό μόρφωμα» της διαλέκτου, που δέχθηκαν στη γλώσσα τους λόγω της Ιστορικής συγκυρίας, δεν έχει καμία έννοια σήμερα να το συνεχίζουν.
Έρευνα - Επιμέλεια κειμένου : ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  Ν. ΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ